Πέμπτη 24 Ιουνίου 2010

ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ...7


Γιορτές της Γης,15-18 Ιουλίου 2010
Μια απόπειρα αντίστασης στην ισοπέδωση του πολιτισμού και της διασκέδασης


10 χρόνια συμπληρώνουν φέτος οι «Γιορτές της Γης» που συγκαταλέγονται πλέον ανάμεσα στους σημαντικότερους πολιτιστικούς θεσμούς της Ελλάδας και των νοτιοανατολικών Βαλκανίων. Όταν ξεκινήσαμε το 2001, πολλοί βιάστηκαν να μιλήσουν για ένα, πρόωρα, χαμένο στοίχημα. Μια οικολογική γιορτή σε μια εποχή που το περιβάλλον φαινόταν να απασχολεί όλο και λιγότερο τους πολίτες, μακριά από καθιερωμένους τουριστικούς προορισμούς, σε ένα ορεινό χωριό με υψόμετρο 1240 μέτρων, που γειτνιάζει με μια περιοχή περιβαλλοντικά υποβαθμισμένη από τα εργοστάσια της ΔΕΗ,σίγουρα δε φαινόταν και η καλύτερη ιδέα. Ωστόσο τολμήσαμε και πετύχαμε. Η Βλάστη, το σχεδόν έρημο τότε ορεινό χωριό, έχει αλλάξει εντυπωσιακά και πλέον έχει μπει στον χάρτη των τουριστικών προορισμών. Περισσότεροι από 100.000 επισκέπτες έχουν συμμετάσχει, όλα αυτά τα χρόνια, στις Γιορτές της Γης, που πλέον είναι γνωστές σ' όλη την Ελλάδα και τις γειτονικές βαλκανικές χώρες και έχουν καθιερωθεί ως ένα ξεχωριστό multi culti event, κατορθώνοντας να "τραβήξουν" τα βλέμματα όλων όσων αναζητούν κάτι διαφορετικό. Αποτελώντας μια πολυπολιτισμική γιορτή και προτείνοντας ένα διαφορετικό «εναλλακτικό» πρόγραμμα, ανέδειξαν την ύπαρξη του διαφορετικού και απέδειξαν ότι η συνύπαρξη των πολιτισμών μόνο γιορτή μπορεί να είναι. Περιλαμβάνοντας ένα πλήθος παράλληλων δραστηριοτήτων καθιερώθηκαν ως μια απόπειρα παρέμβασης για την προώθηση μιας άλλης αντίληψης στη σχέση μας με τη φύση και επιπλέον αποτελούν μια πρόταση διαχείρισης του ελεύθερου χρόνου και εναλλακτικής διατροφής. Πιστές στο ραντεβού τους αλλά πάντα με καινοτόμα διάθεση οι Γιορτές της Γης θα συναντήσουν και πάλι τους πολυπληθείς φίλους τους από τις 15 έως και τις 18 Ιουλίου 2010, στη Βλάστη Κοζάνης, στα 1240 μέτρα στα οροπέδια του Σινιάτσικου. Το Φεστιβάλ διοργανώνεται και φέτος από την Κοινότητα Βλάστης με τη συνεργασία της Εταιρείας Περιβαλλοντικής Έρευνας και Ενημέρωσης ΟΙΚΟΤΟΠΙΑ.

(Π.Α.)

Κριτική Ταινιών Πρώτης Προβολής...19

LETTERS TO JULIET
(ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΙΟΥΛΙΕΤΑ)


Σκηνοθεσία: Γκάρι Ουίνικ
Παίζουν: Αμάντα Σίφριντ, Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ, Βανέσα Ρεντγκρέιβ, Φράνκο Νέρο
Διάρκεια: 105’

Αν προσθέσουμε ιταλική γαστρονομία (λέγε με λαχταριστά σπαγγέτι με τριμμένη αυθεντική παρμεζάνα) με ειδυλλιακό τοπίο Τοσκάνης, Βερόνας και Σιένα, η εξίσωση θα μας δώσει όλο το «ζουμί» ετούτου του φιλμ. Με γαρνιτούρα βέβαια το απαραίτητο μελοδραματικό love story. Εμπνευσμένη από αληθινά γεγονότα, η ταινία καταπιάνεται με την ιστορία μιας δημοσιογράφου, η οποία βρίσκεται στη Βερόνα για ένα προγαμήλιο ταξίδι του μέλιτος με τον μέλλοντα σύζυγό της, του οποίου το ενδιαφέρον είναι στραμμένο στην τοπική κουζίνα γιατί θέλει να ανοίξει εστιατόριο στη Ν. Υόρκη. Στην αυλή της μυθικής Ιουλιέτας, η δημοσιογράφος ανακαλύπτει το γράμμα μιας ερωτευμένης, το οποίο έχει μείνει αναπάντητο επί μισό αιώνα.Ταξίδι πίσω στο χρόνο λοιπόν και στη βορβορώδη ευεξία του εκβιαστικού ντεμέκ συναισθηματικού μελοδράματος. Ο Γκαρι Ουίνικ δίχως σταλιά πρωτοτυπίας «ζαχαρώνει» ό,τι βρει στο διάβα του.Από της πολυφορεμένη εσχάτως Αμάντα Σίφριντ, την αειθαλή Βανέσα Ρεντγκρέιβ,το αλά καρτποστάλ τουριστικής προβολής ρεπεράζ μέχρι ακόμη και την ξενέρωτη μουσική που συνοδεύει τα δρώμενα.Το σενάριο προκαλεί ακατάσχετη βλεφαρόπτωση και φυσικά (σωστά μαντέψατε…) καταλήγει σε ένα sweet happy end,χωρίς να εκμεταλλεύεται παρά ελάχιστα το μύθο του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας.Το φολκλόρ αγκαλιάζει τα πάντα,ενώ και η ιταλική προφορά και απροθυμία στην αγγλική γλώσσα πάει περίπατο.Όλα βέβαια γίνονται για να θέλξουν νεανικό κοινό, χωρίς πολλές πολλές απαιτήσεις. Καλοκαίρι έχουμε, τουριστικό οδηγό για την Ιταλία θα λάβουμε με φλύαρη ρομαντζάδα και παρέλαση όμορφων γυναικών σε ένα διαρκώς ηλιόλουστο τοπίο, που είναι το μόνο που φωτογραφημένο «κατάλληλα» διασώζει τον αυτόματο πιλότο του σκηνοθέτη.Ιουλιέτες όλου του κόσμου ενωθείτε…

Αξιολόγηση: **

(Π.Α.)

Πέμπτη 17 Ιουνίου 2010

Επικαιρότητα...6

ΓΙΟΡΤΕΣ ΤΗΣ ΓΗΣ 2010- EARTH FESTIVAL 2010

Κριτική Ταινιών Πρώτης Προβολής...18

VINCERE
(ΚΡΥΦΗ ΕΡΩΜΕΝΗ)


Σκηνοθεσία: Μάρκο Μπελόκιο
Παίζουν: Τζιοβάνι Μετζοτζιόρνο, Φίλιπο Τίμι, Κοράντο Ινβερνίτζ
Διάρκεια: 126’

Η νέα ταινία του Ιταλού Μάρκο Μπελόκιο, είναι η αληθινή ιστορία της σύγκρουση μιας πεισματάρας γυναίκας με το Μουσολίνι, για ν’ αναγνωρίσει το γάμο τους και το παιδί που απέκτησαν. Η Ιντα συνάντησε τον Μουσολίνι όταν αυτός ήταν ένθερμος σοσιαλιστής, μι-λούσε ενάντια στη θρησκεία, τον πάπα και τους πολιτικούς. Η Ιντα θα πουλήσει όλα τα υ-πάρχοντά της για να τον βοηθήσει, αυτός, όμως, θα την εγκαταλείψει.Παρ’ όλο που ανα-γνώρισε το γιο του, στη συνέχεια τους έκλεισε αμφότερους σε ψυχιατρείο.
Το «Vincere» (Να νικάς) έρχεται να δικαιώσει τη φωνή μιας χαμένης γυναικείας ψυχής που προσπάθησε να αποτυπώσει ανεξίτηλα το πέρασμά της από τη ζωή ενός άνδρα που αγάπησε και δεν διανοήθηκε ποτέ πως θα εξαφανιστεί από την Ιστορία χωρίς να το θέλει. Αυτό που γοήτευσε το βετεράνο σκηνοθέτη φαίνεται να είναι η απόλυτη άρνηση της Ίντα για κάθε είδος συμβιβασμού.Το σκηνοθετικό στοίχημα τίθεται εξαρχής: η διαχείριση όχι μόνο της ιστορία της κρυφής ερωμένης του Μουσολίνι, αλλά και του ίδιου του Ντούτσε, στα τριάντα χρόνια σημαντικής ιστορίας της Ιταλίας.Αποφεύγοντας το όχημα του υπαρξιακού μελοδράματος, χάρη κυρίως στη διάφανη ερμηνεία της Τζοβάνα Μετζοτζόρνο, ο δημιουργός χρησιμοποιεί τη φόρμα της όπερας για να μιλήσει για έναν από τους πιο σημαντικούς Ιταλούς ηγέτες του 20ού αιώνα. Αγκαζάρει αισθητική βωβού κινηματογράφου με πλήθος κινηματογραφικών επίκαιρων και με διαρκή ορχηστρικά μουσικά μοντέλα, δημιουργεί μια φαντασμαγορία που μπορεί ορισμένες φορές να γλιστρά στο τηλεοπτικό, εντούτοις σε κρατά καρφωμένο στην οθόνη χάρη στο αφηγηματικό νεύρο του σκηνοθέτη.Ο Μπελόκιο διαρκώς ακροβατεί ανάμεσα στο γενικό και το ειδικό,την ιστορική έρευνα και το ψυχογράφημα, το ρεαλισμό και το σινεμά, το σεξ και την πολιτική, το συναίσθημα και τον οπορτουνισμό.Προσπαθεί να χωρέσει, σε ένα δίωρο φιλμ, το δράμα μιας γυναίκας μέσα στη μετάλλαξη ενός ορμητικού σοσιαλιστή σε αρχιερέα του φασισμού. Δεν τα καταφέρνει πάντοτε. Πνίγεται στιγμές στην αμετροεπής φιλοδοξία του. Τον προδίδει και το διάτρητο σενάριο που βασίστηκε σε ανεπίσημα ντοκουμέντα και φωτογραφίες. Η αρχική σεκάνς όπου ο Μουσολίνι προκαλεί τον θεό να εμφανιστεί σε 5 λεπτά αλλιώς θα τον ανακηρύξει επισήμως νεκρό δείγμα μεγάλης βιρτουοζιτέ.

Αξιολόγηση: ***
(Π.Α.)

Δευτέρα 7 Ιουνίου 2010

Κριτική Ταινιών Πρώτης Προβολής...17

COCO AVANT CHANEL

Σκηνοθεσία: Αν Φοντέν
Παίζουν: Οντρέ Τοτού, Αλεσάντρο Νίβολα
Διάρκεια: 105’

Δύο στα δύο για τη sui generis προσωπικότητα της Κοκό Σανέλ. Pas mal…Μέσα σε ενά-μιση χρόνο δυο ταινίες για τη μυθική σχεδιάστρια μόδας. Τη δόξα του Ζαν Κουνέν και του «Chanel Coco & Igor Stravinsky», ζήλεψε η Γαλλίδα Αν Φοντέν και υπέγραψε ετούτο το συμπαθητικό και ιδιόμορφο biopic με άρωμα «μέικ απ» και όρους lifestyle περιοδικού. Το στόρυ πιστό σ’ αυτό που αναφέρει ο τίτλος. Ποια ήταν η Κοκό δηλαδή πριν αποκτήσει το διάσημο επώνυμό της. Η αφήγηση ξεκινά από τα παιδικάτα της Σανέλ, όταν βρέθηκε με την αδερφή της σε ορφανοτροφείο, αναμένοντας, εις μάτην, την καθιερωμένη κυριακάτικη επίσκεψη του πατέρα τους. Καθώς περνάν τα χρόνια οι δύο αδερφές σκαρφίζονται τρόπους για να βγάλουν χαρτζιλίκι. Έτσι καταλήγουν να τραγουδούν σε παρηκμασμένα μπαράκια, μέχρι που η αδερφή της Κοκό παντρεύεται, αφήνοντας την μετέπειτα πιο επιδραστική ίσως σχεδιάστρια μόδας, να εισβάλλει μετά από ένα απίστευτο προσωπικό αντισυμβατικό ταξίδι στο χώρο της «υψηλής» κοινωνίας. Με πάταγο φυσικά.

Δυστυχώς το φιλμ από πάταγο καλλιτεχνικό πέρασε και δεν ακούμπησε. Παρότι το κοινωνικό, πολιτικό και ιστορικό περιβάλλον που διατρέχει την εποχή που ακουμπά το φιλμ, προσφέρεται για ιδεολογική και ηθογραφική προσέγγιση, η σκηνοθετική πυξίδα της Φοντέν κολλά πεισματικά στα ωραιοπαθή πλάνα, στην επιτυχημένη σκηνική αναπαράσταση εποχής και στα όμορφα κοστούμια. Όλα τα άλλα περνάν επί της οθόνης σαν ένα βιαστικό και ανυπόμονο Viewmaster. Κάτι πάει να γίνει με το ταξικό μίσος που κυριεύει τη Σανέλ, όχι από ιδεαλισμό – η Κοκό αντιλαμβάνεται το κοινωνικό της περιβάλλον ως ζούγκλα και αποφασίζει να παίξει με αυτούς τους όρους- αλλά και αυτό εξατμίζεται τάχιστα. Αλίμονο όμως εάν μια «βιογραφία» κινηματογραφική έμενε στη φιλοτέχνηση ενός «ιστορικού» προσώπου με νατουραλιστικά χρώματα. Αυτό ο εύκολος δρόμος που ακολουθεί και η δημιουργός. Ακαδημαϊκό σινερομάντσο θυμίζει το φιλμ δίχως στάλα δραματικής κορύφωσης. Και το χειρότερο είναι ότι η Σανέλ παρουσιάζεται από τη σκηνοθέτιδα εντελώς ανισ-σόροπη σε βαθμό που να εκτίθεται στα μάτια των θεατών. Άλλοτε την ωραιοποιεί και άλ-λοτε την παρουσιάζει γραφική. Αμηχανία διαχείρισης υλικού με συνέπεια ένα άνισο και άρρυθμο φιλμ. Υπάρχουν βέβαια τα ελαφρυντικά ότι το φιλμ εστιάζει στον αρχικό, μη αβανταδόρικο βίο της πρωταγωνίστριας (εξ ου και το υποκοριστικό coco…), γι’ αυτό και η καθίζηση του, η συναισθηματική. Η Φοντέν προσπάθησε να αποτυπώσει σε κινηματογραφικό καρέ τα πρώτα χρόνια της μεγάλης κυρίας της μόδας, όπως και ο Ολιβιέ Νταχάν στη βιογραφία της Εντιθ Πιαφ στο «Lα Mome». Αποστήθισε το «Σπουργίτι» αλλά οι μόνες ομοιότητες των δύο ταινιών εντοπίζονται στις σπουδαίες προσωπικότητες των δύο γυναικών. Σχηματικός ο χαρακτήρας της Τοτού μπροστά στην τόλμη και στη γενναιοδωρία που προικίστηκε κινηματογραφικά η Πιαφ της Κοτιγιάρ. Η σκηνοθετική ατολμία του «Coco avant Chanel» σε συνδυασμό με την αναίτια σχοινοτενή αφήγηση της αρχής, τον καιρό δηλαδή που η Σανέλ έμενε νιώθοντας αφόρητη μοναξιά, στην έπαυλη του αριστοκράτη Ετιέν Μπαλσάν (έξοχος ο Μπενουά Πελβούρ), δημιουργεί όχι εσφαλμένα την εντύπωση ότι αυτή η γυναίκα αποκλείεται να ήταν επαναστάτρια σε μια κοινωνία αρκετά πουριτανική. Ελάχιστα μας πείθει ότι η Κοκό υπήρξε ασυμβίβαστη με τους κανόνες της αστικής τάξης και κυνηγούσε την περιπέτεια και το ρίσκο σε κάθε της βήμα. Πλήρης απομυθοποίηση με τη δημιουργό να υποβιβάζει και να διαστρεβλώνει την προσωπικότητα της μεγάλης κυρίας της ευρωπαϊκής haute couture.

Εκεί που ευτύχησε η γαλλίδα σκηνοθέτιδα είναι η επιλογή της Τοτού σε ένα ρόλο μακριά από τη γλυκύτητα της «Αμελί» και με μια τραχιά κομψότητα που ταιριάζει στα πρώιμα ώριμα χρόνια της Κοκό Σανέλ. Και φυσικά στη τελική υπαινικτική βιντεοκλιπίστικη σεκανς, που σβήνει προς στιγμή τα προηγούμενα κακώς κείμενα. Στα συν το μουσικό score του Αλεξάντερ Ντεσπλά.

Αξιολόγηση: ***

(Π.Α.)