51o Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσ/νίκης – Ζενερίκ τέλους
(ή πως ένα Φεστιβάλ Κινηματογράφου γίνεται επιτέλους και…Κινηματογράφου)
Ήγγικεν λοιπόν η ώρα να περάσει στην ιστορία και το 51ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Δίχως τυμπανοκρουσίες και βερμπαλισμούς. Με τα σημάδια της «κρίσης» εμφανώς ευδιάκριτα. Ένα Φεστιβάλ διαφορετικό απ’ αυτά των τελευταίων 4-5 ετών. Άνευ χρυσόσκονης και λιμουζινών με μυγιάγκιχτους οδηγούς, με καθόλου γκλαμουριά και ουδεμία γυαλιστερή πανάκριβη φιέστα. Χωρίς τα ηχηρά ονόματα του παρελθόντος, αλλά με τα κινηματογραφικά καρέ να παίρνουν εκδίκηση για όλο αυτό το XL κοστούμι που τα τελευταία χρόνια δεν τα επέτρεπε να αναπνεύσουν. Με τα φιλμ στο προσκήνιο, να αποτελούν παράθυρο διαλόγου με την πραγματικότητα και τη φαντασία. Επιτέλους ένα Φεστιβάλ με έμφαση στην ποιότητα και όχι στο μπούκωμα με τεράστια ποσότητα που αποπροσανατολίζει και τεχνηέντως ωθεί στο Φεστιβαλίζειν και ουχί στη μυσταγωγία της θέασης (θυμάται άραγε κανείς 2-3 ταινίες που του έμειναν τα τελευταία χρόνια;). Με πυξίδα κολλημένη στον ανεξάρτητο κινηματογράφο και με στόχο να ανιχνεύσει το ουσιώδες σινεμά τη στιγμή που γεννιέται πριν καν ακόμη χαράξει πορεία. Με συνοδηγό το http://www.forfree.gr/thess/ ας κάνουμε ένα αργόσυρτο τράβελινγκ σταματώντας στα πρόσωπα, γεγονότα, ταινίες που ξεχώρισαν τούτο το δεκαήμερο.
Δημήτρης Εϊπίδης. Ο νέος πολύπειρος καλλιτεχνικός διευθυντής του Φ.Κ.Θ., πάλαι ποτέ εισηγητής το μακρινό 1992 του πιο επιδραστικού τμήματος του Φεστιβάλ, «Νέοι Ορίζοντες» (κινηματογραφικό “libro d’oro” για τον υπογράφοντα…) το επανάφερε στη ζωή ως «Ανοιχτοί Ορίζοντες». Ορθάνοιχτο βλέμμα και ποικιλία ανεξάρτητων ταινιών από όλες τις γωνιές του κόσμου. Ο Εϊπίδης επέστρεψε -ευτυχώς- το Φεστιβάλ στο κοινό που εκτιμά την ουσία και όχι τα φωτογραφικά φλας. Η επιστροφή του στα μεγάλα συν του Φεστιβάλ. Αν βρει και άκρη με τα οικονομικά…
Deja vu η παρουσία του πρώην διευθυντή του φεστιβάλ, Μισέλ Δημόπουλου, μετά από πέντε χρόνια απουσίας, από την καρέκλα του προέδρου της Κριτικής Επιτροπής του Διεθνούς Διαγωνιστικού. Α…..και με μια cameo εμφάνιση στο “Attenberg” της Τσαγκάρη.
Το νομοσχέδιο του ΥΠΠΟΤ για τον κινηματογράφο που τελικά υπερψηφίστηκε με το πέρας του Φεστιβάλ. Όλοι από τον πρόεδρο του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, Γιώργο Παπαλιό, μέχρι τον Υπουργό κ.Γερουλάνο και τον Εϊπίδη τοποθετήθηκαν θετικά αλλά και με κριτική ματιά σε ένα νομοσχέδιο που δείχνει (???) να βάζει μια κάποια τάξη.
«Μου άρεσε το σκοτάδι του σινεμά», δήλωσε ο Ταϊβανός δημιουργός του ασιατικού art-house κινηματογράφου Απιτσατπόνγκ Βιρασετάκουν (βραβευμένος με Χρυσό Φοίνικα στο πρόσφατο Φεστιβάλ Καννών), στο έργο του οποίου υπήρχε αφιέρωμα στις «Ημέρες Ανεξαρτησίας». Ο Απιτσατπόνγκ στη συζήτηση που είχε με το κοινό του Φεστιβάλ δήλωσε ότι στη Μπαγκόγκ που μεγάλωσε ό,τι έχει να κάνει με την ψυχαγωγία δε θεωρείται δουλειά. Αυτό ισχύει για όλες τις ηλικίες. Έτσι σπούδασε και αρχιτεκτονική, εκτός από κινηματογράφο, που τον βοήθησε στη διαχείριση του χώρου και του χρόνου. Κοίτα να δεις που υπάρχουν και τέτοιες χώρες…
Το ελληνικό πανόραμα δεν πέρασε το ήδη χαμηλό πήχυ. Μερικές από τις πολυαναμενόμενες ελληνικές ταινίες της χρονιάς (Μαχαιροβγάλτης, Χώρα Προέλευσης) αρνήθηκαν να παρουσιαστούν στο Φεστιβάλ. Οι άλλες πάλι που παρουσιάστηκαν και δεν ήταν σε digital format (όπως ήταν οι περισσότερες) έμπαζαν από παντού. Ένδεια ιδεών. Τα περσινά μεγαλεία με Kυνόδοντα και Στρέλλα, αναπολώντας τα να κλαις. Πάρτε για παράδειγμα το 45τ.μ. του Τζίτζη που ούτε στο ελάχιστο δε φτάνει το σπινθήρα (αν και ατελή) του «Σώσε με». Για τη γενιά των …ευρώ μιλά αλλά δεν στάζει σταλιά αίμα. Κι αν δεν ήταν το τελευταίο ημίωρο που υπάρχει μια κάποια κλιμάκωση, τότε τη βλεφαρόπτωση δεν τη γλυτώνεις. Διάλογοι της πλάκας, οπτικές γωνίες λήψεις πρόχειρες, ρυθμός τηλεταινίας, πράγματα χιλιοειπωμένα με δήθεν (ποιον;) ρεαλισμό. Ρακένδυτο σε στιγμές με φινάλε αρκετά συμβολικό. Παρηγοριά η πρωταγωνίστρια Έφη Λογγίνου.
Ο θρύλος της Σχολής Κινουμένων Σχεδίων του Ζάγκρεμπ, Μπόριβοϊ Ντοβνίκοβιτς, καλεσμένου του 51ου ΦΚΘ με αφορμή το αφιέρωμα στο έργο του. «Εμείς στον τοίχο μας είχαμε κρεμασμένο το πορτρέτο του Γουόλτ Ντίσνεϊ και όχι του Τίτο. Εξάλλου, τότε η τεχνοτροπία Ντίσνεϊ ήταν και ο μοναδικός γνωστός τρόπος για να φτιάξει κανείς καρτούν» δήλωσε ο Κροάτης.
Συγκίνηση στην εκδήλωση στη μνήμη του Γιώργου Τζιώτζιου, που «έφυγε» τον περασμένο Οκτώβριο. Ο οραματικός εστέτ σινεφίλ κριτικός κινηματογράφου, ιδρυτής του περιοδικών Οθόνη και Σινεμά, του Φεστιβάλ «Νύχτες Πρεμιέρας» και διανομέας ταινιών τα τελευταία χρόνια, δημιούργησε ολόκληρη σχολή κριτικών και ανθρώπων που αγάπησαν το σινεμά γενικότερα. Άνοιξε δρόμους σε νέες κινηματογραφίες, πρότεινε νέους τρόπους θέασης. Ενέπνευσε πολλούς και η απουσία του σήμερα είναι κάτι παραπάνω από αισθητή.
Χειμερινές Διακοπές του Κινέζου Λι Χόνγκι. Μινιμαλιστική αισθητική, σχοινοτενής αφήγηση, φιλοσοφικό υπόβαθρο, σπουδή στη χρήση της σιωπής, χιούμορ βγαλμένο από τα καλύτερα του Καουρισμάκι.
Donkeys της Μόραγκ Μακκινον. Η ιστορία ενός εκκεντρικού 60άρη Σκοτσέζου με όνειρο ένα ταξίδι στην Ισπανία. Μυστικά και ψέματα, γλυκόπικρες αλήθειες που μπλέκουν αριστοτεχνικά με το εκκεντρικό και ανάλαφρο κατάμαυρο χιούμορ, οικογένειες που διαλύονται και ανασυντίθενται από τις στάχτες τους. Υποδειγματικό μοντάζ, εξαιρετικά δομημένοι χαρακτήρες και ένα φινάλε σε αυτό το dramatic comedy που τραμπαλίζεται ανάμεσα στο αέναο παιχνίδι του γέλιου και της πίκρας. Σχεδόν άριστα για το δεύτερο μέρος της φιλόδοξης τριλογίας «Advance Party» από την Zentropa του Λαρς Φον Τρίερ, μετά το “Red Road” και με συγκεκριμένους κώδικες δραματολογίας και ηθοποιών.
Kosmos του Τούρκου Ρεχά Ερντέμ. Υπέρτατο όλων. Βιβλικές εικόνες να ερεθίζουν τον αμφιβληστροειδή, θρησκευτικό έπος ολκής, ποιητικός post modern ρεαλισμός, φιλοσοφικές βαθυστόχαστες μεταφυσικές ανησυχίες, ατμόσφαιρα υπνωτική, μυστηριακή μουλιασμένη στο καφέ, γκρι, λευκό. Ο Μπέλα Ταρ συναντά τον Ζβιαγκίντσεφ και ο Ταρκόφσκι χαμογελά απ’ τους ουρανούς. Με αφηγηματικό άξονα τον ήχο και την κραυγή. Καινοτομεί και αφήνει πίσω τον Τσεϊλάν. Το όνομα του σίγουρα θα συζητηθεί στο μέλλον. Το νέο τουρκικό σινεμά σε φουλ φόρμα.
Του χρόνου το ΦΚΘ κλείνει 20 χρόνια διεθνούς παρουσίας. Μακάρι να συνεχιστούν…
(Π.Α.)
Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2010
Επικαιρότητα...9
51o Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης – Back To The Cinema…
Επιστροφή στη cinema-land λοιπόν, μετά από μερικά χρόνια εξόφθαλμης υπερβολής, ανείπωτων χρεών, πολλών κόκκινων χαλιών, μετά από αμέτρητα φαγοπότια και φιέστες XXL αμερικάνικου τύπου που ουδεμία σχέση είχαν με την πεμπτουσία του κινηματογράφου και ειδικότερα του παλαιού «καλού» Φεστιβάλ. Κάποτε η στήριξη του φέροντα οργανισμού του ΦΚΘ στο δίπτυχο τόλμη και ρίσκο σε «νέες» κινηματογραφικές ματιές απ’ όπου και αν προέρχονται οτιδήποτε και αν πρεσβεύουν, αποτελούσε μία εκ των ουκ άνευ προϋπόθεση της ίδιας της ύπαρξης του…Το στοίχημα επιστροφής σε αυτές τις βασικές αρχές φεστιβαλικής επιτυχίας φιλοδοξεί να κερδίσει ο νέος – παλιός γνώριμος του θεσμού - διευθυντής του Φεστιβάλ, Δημήτρης Εϊπίδης, με προϋπολογισμό κουτσουρεμένο κατά 50% σε σχέση με πέρσι. Μετρ σε τέτοιου είδους δύσκολες αποστολές κατάρτισε ένα πρόγραμμα λιτό που στα παράλληλα κομμάτια του Φεστιβάλ (Μέρες Ανεξαρτησίας, Ανοιχτοί Ορίζοντες, Ματιές στα Βαλκάνια, Πειραματικό Φόρουμ), χωρίς το γκλίτερ του παρελθόντος, αποτελεί το πληρέστερο πρόγραμμα που έχει γίνει για τη Θεσσαλονίκη εδώ και αιώνες…
Τα σκάγια των αναγκαστικών περικοπών πήραν τμήματα όπως το Focus και το Digitalwave. Αντ’ αυτών ο Εϊπίδης, αποφάσισε να φέρει μαζί του κάτι απ' τα παλιά, τότε που διατηρούσε την επιμέλεια του θρυλικού τμήματος «Νέοι Ορίζοντες» (που απαρτιζόταν από ό,τι πιο φρέσκο και καινοτόμο κινηματογραφικό καρέ κυκλοφορούσε ανά την κινηματογραφική πιάτσα). Το νέο του τμήμα, «Ανοιχτοί Ορίζοντες», περιλαμβάνει μια λίστα ταινιών, ανομοιογενή εκ πρώτης όψεως, που δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένες καταγωγές και φόρμες με συνέπεια να μην ξέρεις πάνω σε τι θα πέσεις. Αόριστο, αλλά φεστιβαλικό. Ανάμεσα, τους δεσπόζουν η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Romain Gavras («Our Day Will Come»), η νορβηγική κωμωδία “A somewhat gentle man” του Petter Moland, το “Mammuth” των Benoît Delépine και Gustave Kervern με τον Gerard Depardieu και το “The Imperialists are still alive!” της εικαστικού Zeina Durra.
Οι «Μέρες Ανεξαρτησίας» του Λευτέρη Αδαμίδη αποτελούν και φέτος ένα εξαιρετικό μπουκέτο ανεξάρτητων ταινιών από νέους Αμερικάνους, σινεμά λατινοαμερικάνικο, φιλμ απ’ την Ασία και απ’ την Αφρική. Με το νικητή στο φετινό Ρότερνταμ, Pedro Gonzales και το «Alamar» του όπως και τη νέα ταινία του καναδού Villeneuve, το «Incendies». Κράχτης του τμήματος και επίσημος καλεσμένος του ο Ταϊλανδός σκηνοθέτης Apichatpong Weerasethakul (το 2002 στο ΦΚΘ είχαμε απολαύσει το δικό του “Blissfully yours”) με πλήρη ρετροσπεκτίβα στη φιλμογραφία του που περιλαμβάνει και την σε πρώτη πανελλήνια μετάδοση του φετινού Χρυσού Φοίνικα των Καννών, «Uncle Boonmee Who Can Recall His Past Lives».
Άλλοι καλεσμένοι του φετινού ΦΚΘ (3-12 Δεκεμβρίου στις δύο αίθουσες του Ολύμπιον, στις τέσσερις της προβλήτας στο λιμάνι και στο ΙΕΚ ΑΚΜΗ) η Susanne Bier που ραφινάρισε την δική της εκδοχή του Δανέζικου Δόγματος, ο ιρακινός Mohamed Al Daradji που κρίθηκε Σκηνοθέτης της Χρονιάς για τη Μέση Ανατολή στα βραβεία του Variety, ο Borivoj Dovnikovic που έχει αφήσει το στίγμα του στην παγκόσμια παραγωγή κινουμένων σχεδίων με την Σχολή του Ζάγκρεμπ, αλλά και ο Romain Gavras.
Η φαρέτρα του φετινού 51ου ΦΚΘ διαθέτει και κάμποσες πολυαναμενόμενες απ’ τη φετινή εσοδειά ταινίες, όπως τα «How I Ended this Summer» (Αργυρή Άρκτος στο Βερολίνο), «Shahada» (βραβείο ένωσης arthouse κινηματογράφων), το «Los Labios» (βραβείο Un Certain Regard στις Κάννες) και το βραβευμένο στο Sundance, “Winter’s Bone”. Οι ειδικές προβολές του διεθνούς προγράμματος, περιλαμβάνουν ταινίες όπως το “3” του Tom Tykwer, το “Route Irish” του Ken Loach και το “Submarino” του T. Vinterberg, ενώ και οι Ματιές στα Βαλκάνια συνεχίζουν να αναζητούν τον παλμό της χερσονήσου μας, με την “Aurora” του Cristi Puiu, το “If I Want to Whistle, I Whistle” του Floran Serban και την τριάδα των Τούρκων σκηνοθετών Demirkubuz, Reha Erdem, Seren Yuce με τις ενδιαφέρουσες full of hype ταινίες τους, «Envy», «Kosmos», «Majority» αντίστοιχα, να ξεχωρίζουν.
Το ελληνικό κομμάτι του ΦΚΘ περιλαμβάνει 15 ψηφιακούς τίτλους μπερδεμένους με μόλις 6 παραδοσιακούς. Σαφή υποβάθμιση του πάλαι ποτέ κραταιού φιλμ σε σχέση με τον digital αέρα που σαρώνει τα πάντα. Το ενδιαφέρον εδώ εστιάζεται στο «Πέταγμα του Κύκνου» του Νίκου Τζίμα, στον «Κανένα» του Χρήστου Νικολέρη, στα «45 Τετραγωνικά» του Στράτου Τζίτζη και στο «Attenberg» της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη προβάλλεται στο Διεθνές Διαγωνιστικό.
Τα masterclasses αν και περιορισμένα δε λείπουν και από τη φετινή διοργάνωση. Στο πλαίσιο του αφιερώματος στη Σχολή Κινουμένων Σχεδίων του Ζάγκρεμπ, ο θρύλος της Σχολής Μπόριβοϊ Ντοβνίκοβιτς, θα μιλήσει για τη φημισμένη Σχολή και το σύνολο του έργου του. Το άλλο masterclass του ΦΚΘ αποτελεί η συνομιλία με το κοινό του Ταϊλανδού Απίτσατπονγκ Bιρασετάκουν. Επιπλέον για τρίτη χρονιά το «Experimental Forum» εξερευνά πειραματικές κινηματογραφικές προτάσεις με ιδιαίτερη έμφαση φέτος στη σκηνή της Αυστραλίας. Σε μια προσπάθεια να επικοινωνήσει και με πιο νεανικό κοινό και σε συνεργασία με το Γερμανικό Ινστιτούτο Θεσσαλονίκης, το ΦΚΘ θεσπίζει τη «Νεανική οθόνη», τρεις κύκλους προβολών με ταινίες που δίνουν μια εικόνα των εξελίξεων στον τομέα του γερμανικού κινούμενου σχεδίου το διάστημα 2000-2007. Ο μπαχτσές του Φεστιβάλ περιλαμβάνει και εκθέσεις όπως ενδεικτικά του φωτογράφου Ισμαήλ Νετζμί με τίτλο «Φωτογραφίες από ταινίες που δεν έγιναν» (Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης) και έκθεση φωτογραφίας, οπτικοακουστικές προβολές και διαδραστικές εφαρμογές, ανασκόπηση της PhotoBiennale 2010. Στις μουσικές προτάσεις της διοργάνωσης περιλαμβάνονται οι «Your Hand In Mine» «Seeland & Mueran Humanos», «Burger Project», «My Excuse», Εύη Σιαμαντά και «Sexteto».
Λόγω των οικονομικών συνθηκών αποφασίστηκε μείωση της τιμής του εισιτηρίου στα 6 ευρώ (7 πέρυσι). Παράλληλα, δίνεται η δυνατότητα σε ανέργους να παρακολουθήσουν δωρεάν, με την επίδειξη της κάρτας ανεργίας, τις προβολές της αίθουσας «Ολύμπιον» με ώρα έναρξης έως και τις 15. 00 και τις προβολές στο Λιμάνι με ώρα έναρξης έως και τις 13.00. CineΚάρταF 10ημέρου υπάρχει και φέτος (60 και 40 ευρώ εκπτωτικές).
Η αυλαία του 51ου ΦΚΘ θα σηκωθεί την Παρασκευή 3 Δεκέμβρη με τις «127 ώρες» του Ντάνι Μπόιλ στο «Ολύμπιον» και γκραν φινάλε θα γράψει ο πολυσυζητημένος «Μαύρος κύκνος» του Ντάρεν Αρονόσφκι. Το http://www.forfree.gr/thess/ , φανατικός υποστηρικτής του Φεστιβάλ, θα δώσει και φέτος το παρών εστιάζοντας σε ο,τιδήποτε free υπάρχει στο Φεστιβάλ και φυσικά με ανταποκρίσεις από το μέτωπο των ταινιών.
(Π.Α.)
Επιστροφή στη cinema-land λοιπόν, μετά από μερικά χρόνια εξόφθαλμης υπερβολής, ανείπωτων χρεών, πολλών κόκκινων χαλιών, μετά από αμέτρητα φαγοπότια και φιέστες XXL αμερικάνικου τύπου που ουδεμία σχέση είχαν με την πεμπτουσία του κινηματογράφου και ειδικότερα του παλαιού «καλού» Φεστιβάλ. Κάποτε η στήριξη του φέροντα οργανισμού του ΦΚΘ στο δίπτυχο τόλμη και ρίσκο σε «νέες» κινηματογραφικές ματιές απ’ όπου και αν προέρχονται οτιδήποτε και αν πρεσβεύουν, αποτελούσε μία εκ των ουκ άνευ προϋπόθεση της ίδιας της ύπαρξης του…Το στοίχημα επιστροφής σε αυτές τις βασικές αρχές φεστιβαλικής επιτυχίας φιλοδοξεί να κερδίσει ο νέος – παλιός γνώριμος του θεσμού - διευθυντής του Φεστιβάλ, Δημήτρης Εϊπίδης, με προϋπολογισμό κουτσουρεμένο κατά 50% σε σχέση με πέρσι. Μετρ σε τέτοιου είδους δύσκολες αποστολές κατάρτισε ένα πρόγραμμα λιτό που στα παράλληλα κομμάτια του Φεστιβάλ (Μέρες Ανεξαρτησίας, Ανοιχτοί Ορίζοντες, Ματιές στα Βαλκάνια, Πειραματικό Φόρουμ), χωρίς το γκλίτερ του παρελθόντος, αποτελεί το πληρέστερο πρόγραμμα που έχει γίνει για τη Θεσσαλονίκη εδώ και αιώνες…
Τα σκάγια των αναγκαστικών περικοπών πήραν τμήματα όπως το Focus και το Digitalwave. Αντ’ αυτών ο Εϊπίδης, αποφάσισε να φέρει μαζί του κάτι απ' τα παλιά, τότε που διατηρούσε την επιμέλεια του θρυλικού τμήματος «Νέοι Ορίζοντες» (που απαρτιζόταν από ό,τι πιο φρέσκο και καινοτόμο κινηματογραφικό καρέ κυκλοφορούσε ανά την κινηματογραφική πιάτσα). Το νέο του τμήμα, «Ανοιχτοί Ορίζοντες», περιλαμβάνει μια λίστα ταινιών, ανομοιογενή εκ πρώτης όψεως, που δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένες καταγωγές και φόρμες με συνέπεια να μην ξέρεις πάνω σε τι θα πέσεις. Αόριστο, αλλά φεστιβαλικό. Ανάμεσα, τους δεσπόζουν η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Romain Gavras («Our Day Will Come»), η νορβηγική κωμωδία “A somewhat gentle man” του Petter Moland, το “Mammuth” των Benoît Delépine και Gustave Kervern με τον Gerard Depardieu και το “The Imperialists are still alive!” της εικαστικού Zeina Durra.
Οι «Μέρες Ανεξαρτησίας» του Λευτέρη Αδαμίδη αποτελούν και φέτος ένα εξαιρετικό μπουκέτο ανεξάρτητων ταινιών από νέους Αμερικάνους, σινεμά λατινοαμερικάνικο, φιλμ απ’ την Ασία και απ’ την Αφρική. Με το νικητή στο φετινό Ρότερνταμ, Pedro Gonzales και το «Alamar» του όπως και τη νέα ταινία του καναδού Villeneuve, το «Incendies». Κράχτης του τμήματος και επίσημος καλεσμένος του ο Ταϊλανδός σκηνοθέτης Apichatpong Weerasethakul (το 2002 στο ΦΚΘ είχαμε απολαύσει το δικό του “Blissfully yours”) με πλήρη ρετροσπεκτίβα στη φιλμογραφία του που περιλαμβάνει και την σε πρώτη πανελλήνια μετάδοση του φετινού Χρυσού Φοίνικα των Καννών, «Uncle Boonmee Who Can Recall His Past Lives».
Άλλοι καλεσμένοι του φετινού ΦΚΘ (3-12 Δεκεμβρίου στις δύο αίθουσες του Ολύμπιον, στις τέσσερις της προβλήτας στο λιμάνι και στο ΙΕΚ ΑΚΜΗ) η Susanne Bier που ραφινάρισε την δική της εκδοχή του Δανέζικου Δόγματος, ο ιρακινός Mohamed Al Daradji που κρίθηκε Σκηνοθέτης της Χρονιάς για τη Μέση Ανατολή στα βραβεία του Variety, ο Borivoj Dovnikovic που έχει αφήσει το στίγμα του στην παγκόσμια παραγωγή κινουμένων σχεδίων με την Σχολή του Ζάγκρεμπ, αλλά και ο Romain Gavras.
Η φαρέτρα του φετινού 51ου ΦΚΘ διαθέτει και κάμποσες πολυαναμενόμενες απ’ τη φετινή εσοδειά ταινίες, όπως τα «How I Ended this Summer» (Αργυρή Άρκτος στο Βερολίνο), «Shahada» (βραβείο ένωσης arthouse κινηματογράφων), το «Los Labios» (βραβείο Un Certain Regard στις Κάννες) και το βραβευμένο στο Sundance, “Winter’s Bone”. Οι ειδικές προβολές του διεθνούς προγράμματος, περιλαμβάνουν ταινίες όπως το “3” του Tom Tykwer, το “Route Irish” του Ken Loach και το “Submarino” του T. Vinterberg, ενώ και οι Ματιές στα Βαλκάνια συνεχίζουν να αναζητούν τον παλμό της χερσονήσου μας, με την “Aurora” του Cristi Puiu, το “If I Want to Whistle, I Whistle” του Floran Serban και την τριάδα των Τούρκων σκηνοθετών Demirkubuz, Reha Erdem, Seren Yuce με τις ενδιαφέρουσες full of hype ταινίες τους, «Envy», «Kosmos», «Majority» αντίστοιχα, να ξεχωρίζουν.
Το ελληνικό κομμάτι του ΦΚΘ περιλαμβάνει 15 ψηφιακούς τίτλους μπερδεμένους με μόλις 6 παραδοσιακούς. Σαφή υποβάθμιση του πάλαι ποτέ κραταιού φιλμ σε σχέση με τον digital αέρα που σαρώνει τα πάντα. Το ενδιαφέρον εδώ εστιάζεται στο «Πέταγμα του Κύκνου» του Νίκου Τζίμα, στον «Κανένα» του Χρήστου Νικολέρη, στα «45 Τετραγωνικά» του Στράτου Τζίτζη και στο «Attenberg» της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη προβάλλεται στο Διεθνές Διαγωνιστικό.
Τα masterclasses αν και περιορισμένα δε λείπουν και από τη φετινή διοργάνωση. Στο πλαίσιο του αφιερώματος στη Σχολή Κινουμένων Σχεδίων του Ζάγκρεμπ, ο θρύλος της Σχολής Μπόριβοϊ Ντοβνίκοβιτς, θα μιλήσει για τη φημισμένη Σχολή και το σύνολο του έργου του. Το άλλο masterclass του ΦΚΘ αποτελεί η συνομιλία με το κοινό του Ταϊλανδού Απίτσατπονγκ Bιρασετάκουν. Επιπλέον για τρίτη χρονιά το «Experimental Forum» εξερευνά πειραματικές κινηματογραφικές προτάσεις με ιδιαίτερη έμφαση φέτος στη σκηνή της Αυστραλίας. Σε μια προσπάθεια να επικοινωνήσει και με πιο νεανικό κοινό και σε συνεργασία με το Γερμανικό Ινστιτούτο Θεσσαλονίκης, το ΦΚΘ θεσπίζει τη «Νεανική οθόνη», τρεις κύκλους προβολών με ταινίες που δίνουν μια εικόνα των εξελίξεων στον τομέα του γερμανικού κινούμενου σχεδίου το διάστημα 2000-2007. Ο μπαχτσές του Φεστιβάλ περιλαμβάνει και εκθέσεις όπως ενδεικτικά του φωτογράφου Ισμαήλ Νετζμί με τίτλο «Φωτογραφίες από ταινίες που δεν έγιναν» (Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης) και έκθεση φωτογραφίας, οπτικοακουστικές προβολές και διαδραστικές εφαρμογές, ανασκόπηση της PhotoBiennale 2010. Στις μουσικές προτάσεις της διοργάνωσης περιλαμβάνονται οι «Your Hand In Mine» «Seeland & Mueran Humanos», «Burger Project», «My Excuse», Εύη Σιαμαντά και «Sexteto».
Λόγω των οικονομικών συνθηκών αποφασίστηκε μείωση της τιμής του εισιτηρίου στα 6 ευρώ (7 πέρυσι). Παράλληλα, δίνεται η δυνατότητα σε ανέργους να παρακολουθήσουν δωρεάν, με την επίδειξη της κάρτας ανεργίας, τις προβολές της αίθουσας «Ολύμπιον» με ώρα έναρξης έως και τις 15. 00 και τις προβολές στο Λιμάνι με ώρα έναρξης έως και τις 13.00. CineΚάρταF 10ημέρου υπάρχει και φέτος (60 και 40 ευρώ εκπτωτικές).
Η αυλαία του 51ου ΦΚΘ θα σηκωθεί την Παρασκευή 3 Δεκέμβρη με τις «127 ώρες» του Ντάνι Μπόιλ στο «Ολύμπιον» και γκραν φινάλε θα γράψει ο πολυσυζητημένος «Μαύρος κύκνος» του Ντάρεν Αρονόσφκι. Το http://www.forfree.gr/thess/ , φανατικός υποστηρικτής του Φεστιβάλ, θα δώσει και φέτος το παρών εστιάζοντας σε ο,τιδήποτε free υπάρχει στο Φεστιβάλ και φυσικά με ανταποκρίσεις από το μέτωπο των ταινιών.
(Π.Α.)
Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου 2010
Επικαιρότητα...8
Γιορτές Της Γης...Ραντεβού τον Ιούλη του 2011
Με μια unplugged μουσική παράσταση των Χειμερινών Κολυμβητών έσβησαν τα δέκατα κεράκια τους οι Γιορτές της Γης στη Βλάστη Κοζάνης. Ούτε η καταρρακτώδης βροχή λίγο πριν το φινάλε, αλλά ούτε και το διαρκώς αιωρούμενο ερώτημα αν θα γίνουν και με ποια μορφή την επόμενη χρονιά οι Γιορτές (ελέω Καλλικράτη), αποτέλεσαν τροχοπέδη για τους διοργανωτές αλλά και τους χιλιάδες θεατές που κατέκλυσαν από πολύ νωρίς φέτος το ορεινό θέρετρο της Βλάστης. Κάθε άλλο. Η καλή διάθεση, η συνεργασία μεταξύ Ελλήνων και ξένων εθελοντών, η επιμονή και η αταλάντευτη πίστη μας στο προφίλ ενός Φεστιβάλ «διαφορετικού» με ποικιλία (υπερβολική μερικές φορές) εκδηλώσεων, πολυχρωμία συναυλιών, πλήθος περιβαλλοντικών δραστηριοτήτων και προτάσεων διαχείρισης ελεύθερου χρόνου και κυρίως η τυφλή εμπιστοσύνη που μας δείχνετε όλοι εσείς που καταφθάνετε στη Βλάστη με κάθε τρόπο κάθε Ιούλη είναι μερικά μόνο από τα μυστικά αυτής της επιτυχημένης φεστιβαλικής συνταγής. Οι «Γιορτές της Γης» και φέτος αποτέλεσαν ένα είδος πολυπολιτισμικού απενοχοποιημένου διονυσιακού πανηγυριού σε καταπράσινο φόντο, συντονισμένου να υπηρετεί και να αναδεικνύει τη διαφορετικότητα των πολιτισμών. Σας ευχαριστούμε για την υποστήριξη. Ραντεβού τον Ιούλη του 2011.
Ακολουθούν μερικά βιντεάκια από τις συναυλίες:
(Π.Α.)
Με μια unplugged μουσική παράσταση των Χειμερινών Κολυμβητών έσβησαν τα δέκατα κεράκια τους οι Γιορτές της Γης στη Βλάστη Κοζάνης. Ούτε η καταρρακτώδης βροχή λίγο πριν το φινάλε, αλλά ούτε και το διαρκώς αιωρούμενο ερώτημα αν θα γίνουν και με ποια μορφή την επόμενη χρονιά οι Γιορτές (ελέω Καλλικράτη), αποτέλεσαν τροχοπέδη για τους διοργανωτές αλλά και τους χιλιάδες θεατές που κατέκλυσαν από πολύ νωρίς φέτος το ορεινό θέρετρο της Βλάστης. Κάθε άλλο. Η καλή διάθεση, η συνεργασία μεταξύ Ελλήνων και ξένων εθελοντών, η επιμονή και η αταλάντευτη πίστη μας στο προφίλ ενός Φεστιβάλ «διαφορετικού» με ποικιλία (υπερβολική μερικές φορές) εκδηλώσεων, πολυχρωμία συναυλιών, πλήθος περιβαλλοντικών δραστηριοτήτων και προτάσεων διαχείρισης ελεύθερου χρόνου και κυρίως η τυφλή εμπιστοσύνη που μας δείχνετε όλοι εσείς που καταφθάνετε στη Βλάστη με κάθε τρόπο κάθε Ιούλη είναι μερικά μόνο από τα μυστικά αυτής της επιτυχημένης φεστιβαλικής συνταγής. Οι «Γιορτές της Γης» και φέτος αποτέλεσαν ένα είδος πολυπολιτισμικού απενοχοποιημένου διονυσιακού πανηγυριού σε καταπράσινο φόντο, συντονισμένου να υπηρετεί και να αναδεικνύει τη διαφορετικότητα των πολιτισμών. Σας ευχαριστούμε για την υποστήριξη. Ραντεβού τον Ιούλη του 2011.
Ακολουθούν μερικά βιντεάκια από τις συναυλίες:
(Π.Α.)
Πέμπτη 24 Ιουνίου 2010
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ...7
Γιορτές της Γης,15-18 Ιουλίου 2010
Μια απόπειρα αντίστασης στην ισοπέδωση του πολιτισμού και της διασκέδασης
10 χρόνια συμπληρώνουν φέτος οι «Γιορτές της Γης» που συγκαταλέγονται πλέον ανάμεσα στους σημαντικότερους πολιτιστικούς θεσμούς της Ελλάδας και των νοτιοανατολικών Βαλκανίων. Όταν ξεκινήσαμε το 2001, πολλοί βιάστηκαν να μιλήσουν για ένα, πρόωρα, χαμένο στοίχημα. Μια οικολογική γιορτή σε μια εποχή που το περιβάλλον φαινόταν να απασχολεί όλο και λιγότερο τους πολίτες, μακριά από καθιερωμένους τουριστικούς προορισμούς, σε ένα ορεινό χωριό με υψόμετρο 1240 μέτρων, που γειτνιάζει με μια περιοχή περιβαλλοντικά υποβαθμισμένη από τα εργοστάσια της ΔΕΗ,σίγουρα δε φαινόταν και η καλύτερη ιδέα. Ωστόσο τολμήσαμε και πετύχαμε. Η Βλάστη, το σχεδόν έρημο τότε ορεινό χωριό, έχει αλλάξει εντυπωσιακά και πλέον έχει μπει στον χάρτη των τουριστικών προορισμών. Περισσότεροι από 100.000 επισκέπτες έχουν συμμετάσχει, όλα αυτά τα χρόνια, στις Γιορτές της Γης, που πλέον είναι γνωστές σ' όλη την Ελλάδα και τις γειτονικές βαλκανικές χώρες και έχουν καθιερωθεί ως ένα ξεχωριστό multi culti event, κατορθώνοντας να "τραβήξουν" τα βλέμματα όλων όσων αναζητούν κάτι διαφορετικό. Αποτελώντας μια πολυπολιτισμική γιορτή και προτείνοντας ένα διαφορετικό «εναλλακτικό» πρόγραμμα, ανέδειξαν την ύπαρξη του διαφορετικού και απέδειξαν ότι η συνύπαρξη των πολιτισμών μόνο γιορτή μπορεί να είναι. Περιλαμβάνοντας ένα πλήθος παράλληλων δραστηριοτήτων καθιερώθηκαν ως μια απόπειρα παρέμβασης για την προώθηση μιας άλλης αντίληψης στη σχέση μας με τη φύση και επιπλέον αποτελούν μια πρόταση διαχείρισης του ελεύθερου χρόνου και εναλλακτικής διατροφής. Πιστές στο ραντεβού τους αλλά πάντα με καινοτόμα διάθεση οι Γιορτές της Γης θα συναντήσουν και πάλι τους πολυπληθείς φίλους τους από τις 15 έως και τις 18 Ιουλίου 2010, στη Βλάστη Κοζάνης, στα 1240 μέτρα στα οροπέδια του Σινιάτσικου. Το Φεστιβάλ διοργανώνεται και φέτος από την Κοινότητα Βλάστης με τη συνεργασία της Εταιρείας Περιβαλλοντικής Έρευνας και Ενημέρωσης ΟΙΚΟΤΟΠΙΑ.
(Π.Α.)
Κριτική Ταινιών Πρώτης Προβολής...19
LETTERS TO JULIET
(ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΙΟΥΛΙΕΤΑ)
Σκηνοθεσία: Γκάρι Ουίνικ
Παίζουν: Αμάντα Σίφριντ, Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ, Βανέσα Ρεντγκρέιβ, Φράνκο Νέρο
Διάρκεια: 105’
Αν προσθέσουμε ιταλική γαστρονομία (λέγε με λαχταριστά σπαγγέτι με τριμμένη αυθεντική παρμεζάνα) με ειδυλλιακό τοπίο Τοσκάνης, Βερόνας και Σιένα, η εξίσωση θα μας δώσει όλο το «ζουμί» ετούτου του φιλμ. Με γαρνιτούρα βέβαια το απαραίτητο μελοδραματικό love story. Εμπνευσμένη από αληθινά γεγονότα, η ταινία καταπιάνεται με την ιστορία μιας δημοσιογράφου, η οποία βρίσκεται στη Βερόνα για ένα προγαμήλιο ταξίδι του μέλιτος με τον μέλλοντα σύζυγό της, του οποίου το ενδιαφέρον είναι στραμμένο στην τοπική κουζίνα γιατί θέλει να ανοίξει εστιατόριο στη Ν. Υόρκη. Στην αυλή της μυθικής Ιουλιέτας, η δημοσιογράφος ανακαλύπτει το γράμμα μιας ερωτευμένης, το οποίο έχει μείνει αναπάντητο επί μισό αιώνα.Ταξίδι πίσω στο χρόνο λοιπόν και στη βορβορώδη ευεξία του εκβιαστικού ντεμέκ συναισθηματικού μελοδράματος. Ο Γκαρι Ουίνικ δίχως σταλιά πρωτοτυπίας «ζαχαρώνει» ό,τι βρει στο διάβα του.Από της πολυφορεμένη εσχάτως Αμάντα Σίφριντ, την αειθαλή Βανέσα Ρεντγκρέιβ,το αλά καρτποστάλ τουριστικής προβολής ρεπεράζ μέχρι ακόμη και την ξενέρωτη μουσική που συνοδεύει τα δρώμενα.Το σενάριο προκαλεί ακατάσχετη βλεφαρόπτωση και φυσικά (σωστά μαντέψατε…) καταλήγει σε ένα sweet happy end,χωρίς να εκμεταλλεύεται παρά ελάχιστα το μύθο του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας.Το φολκλόρ αγκαλιάζει τα πάντα,ενώ και η ιταλική προφορά και απροθυμία στην αγγλική γλώσσα πάει περίπατο.Όλα βέβαια γίνονται για να θέλξουν νεανικό κοινό, χωρίς πολλές πολλές απαιτήσεις. Καλοκαίρι έχουμε, τουριστικό οδηγό για την Ιταλία θα λάβουμε με φλύαρη ρομαντζάδα και παρέλαση όμορφων γυναικών σε ένα διαρκώς ηλιόλουστο τοπίο, που είναι το μόνο που φωτογραφημένο «κατάλληλα» διασώζει τον αυτόματο πιλότο του σκηνοθέτη.Ιουλιέτες όλου του κόσμου ενωθείτε…
Αξιολόγηση: **
(Π.Α.)
(ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΙΟΥΛΙΕΤΑ)
Σκηνοθεσία: Γκάρι Ουίνικ
Παίζουν: Αμάντα Σίφριντ, Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ, Βανέσα Ρεντγκρέιβ, Φράνκο Νέρο
Διάρκεια: 105’
Αν προσθέσουμε ιταλική γαστρονομία (λέγε με λαχταριστά σπαγγέτι με τριμμένη αυθεντική παρμεζάνα) με ειδυλλιακό τοπίο Τοσκάνης, Βερόνας και Σιένα, η εξίσωση θα μας δώσει όλο το «ζουμί» ετούτου του φιλμ. Με γαρνιτούρα βέβαια το απαραίτητο μελοδραματικό love story. Εμπνευσμένη από αληθινά γεγονότα, η ταινία καταπιάνεται με την ιστορία μιας δημοσιογράφου, η οποία βρίσκεται στη Βερόνα για ένα προγαμήλιο ταξίδι του μέλιτος με τον μέλλοντα σύζυγό της, του οποίου το ενδιαφέρον είναι στραμμένο στην τοπική κουζίνα γιατί θέλει να ανοίξει εστιατόριο στη Ν. Υόρκη. Στην αυλή της μυθικής Ιουλιέτας, η δημοσιογράφος ανακαλύπτει το γράμμα μιας ερωτευμένης, το οποίο έχει μείνει αναπάντητο επί μισό αιώνα.Ταξίδι πίσω στο χρόνο λοιπόν και στη βορβορώδη ευεξία του εκβιαστικού ντεμέκ συναισθηματικού μελοδράματος. Ο Γκαρι Ουίνικ δίχως σταλιά πρωτοτυπίας «ζαχαρώνει» ό,τι βρει στο διάβα του.Από της πολυφορεμένη εσχάτως Αμάντα Σίφριντ, την αειθαλή Βανέσα Ρεντγκρέιβ,το αλά καρτποστάλ τουριστικής προβολής ρεπεράζ μέχρι ακόμη και την ξενέρωτη μουσική που συνοδεύει τα δρώμενα.Το σενάριο προκαλεί ακατάσχετη βλεφαρόπτωση και φυσικά (σωστά μαντέψατε…) καταλήγει σε ένα sweet happy end,χωρίς να εκμεταλλεύεται παρά ελάχιστα το μύθο του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας.Το φολκλόρ αγκαλιάζει τα πάντα,ενώ και η ιταλική προφορά και απροθυμία στην αγγλική γλώσσα πάει περίπατο.Όλα βέβαια γίνονται για να θέλξουν νεανικό κοινό, χωρίς πολλές πολλές απαιτήσεις. Καλοκαίρι έχουμε, τουριστικό οδηγό για την Ιταλία θα λάβουμε με φλύαρη ρομαντζάδα και παρέλαση όμορφων γυναικών σε ένα διαρκώς ηλιόλουστο τοπίο, που είναι το μόνο που φωτογραφημένο «κατάλληλα» διασώζει τον αυτόματο πιλότο του σκηνοθέτη.Ιουλιέτες όλου του κόσμου ενωθείτε…
Αξιολόγηση: **
(Π.Α.)
Πέμπτη 17 Ιουνίου 2010
Κριτική Ταινιών Πρώτης Προβολής...18
VINCERE
(ΚΡΥΦΗ ΕΡΩΜΕΝΗ)
Σκηνοθεσία: Μάρκο Μπελόκιο
Παίζουν: Τζιοβάνι Μετζοτζιόρνο, Φίλιπο Τίμι, Κοράντο Ινβερνίτζ
Διάρκεια: 126’
Η νέα ταινία του Ιταλού Μάρκο Μπελόκιο, είναι η αληθινή ιστορία της σύγκρουση μιας πεισματάρας γυναίκας με το Μουσολίνι, για ν’ αναγνωρίσει το γάμο τους και το παιδί που απέκτησαν. Η Ιντα συνάντησε τον Μουσολίνι όταν αυτός ήταν ένθερμος σοσιαλιστής, μι-λούσε ενάντια στη θρησκεία, τον πάπα και τους πολιτικούς. Η Ιντα θα πουλήσει όλα τα υ-πάρχοντά της για να τον βοηθήσει, αυτός, όμως, θα την εγκαταλείψει.Παρ’ όλο που ανα-γνώρισε το γιο του, στη συνέχεια τους έκλεισε αμφότερους σε ψυχιατρείο.
Το «Vincere» (Να νικάς) έρχεται να δικαιώσει τη φωνή μιας χαμένης γυναικείας ψυχής που προσπάθησε να αποτυπώσει ανεξίτηλα το πέρασμά της από τη ζωή ενός άνδρα που αγάπησε και δεν διανοήθηκε ποτέ πως θα εξαφανιστεί από την Ιστορία χωρίς να το θέλει. Αυτό που γοήτευσε το βετεράνο σκηνοθέτη φαίνεται να είναι η απόλυτη άρνηση της Ίντα για κάθε είδος συμβιβασμού.Το σκηνοθετικό στοίχημα τίθεται εξαρχής: η διαχείριση όχι μόνο της ιστορία της κρυφής ερωμένης του Μουσολίνι, αλλά και του ίδιου του Ντούτσε, στα τριάντα χρόνια σημαντικής ιστορίας της Ιταλίας.Αποφεύγοντας το όχημα του υπαρξιακού μελοδράματος, χάρη κυρίως στη διάφανη ερμηνεία της Τζοβάνα Μετζοτζόρνο, ο δημιουργός χρησιμοποιεί τη φόρμα της όπερας για να μιλήσει για έναν από τους πιο σημαντικούς Ιταλούς ηγέτες του 20ού αιώνα. Αγκαζάρει αισθητική βωβού κινηματογράφου με πλήθος κινηματογραφικών επίκαιρων και με διαρκή ορχηστρικά μουσικά μοντέλα, δημιουργεί μια φαντασμαγορία που μπορεί ορισμένες φορές να γλιστρά στο τηλεοπτικό, εντούτοις σε κρατά καρφωμένο στην οθόνη χάρη στο αφηγηματικό νεύρο του σκηνοθέτη.Ο Μπελόκιο διαρκώς ακροβατεί ανάμεσα στο γενικό και το ειδικό,την ιστορική έρευνα και το ψυχογράφημα, το ρεαλισμό και το σινεμά, το σεξ και την πολιτική, το συναίσθημα και τον οπορτουνισμό.Προσπαθεί να χωρέσει, σε ένα δίωρο φιλμ, το δράμα μιας γυναίκας μέσα στη μετάλλαξη ενός ορμητικού σοσιαλιστή σε αρχιερέα του φασισμού. Δεν τα καταφέρνει πάντοτε. Πνίγεται στιγμές στην αμετροεπής φιλοδοξία του. Τον προδίδει και το διάτρητο σενάριο που βασίστηκε σε ανεπίσημα ντοκουμέντα και φωτογραφίες. Η αρχική σεκάνς όπου ο Μουσολίνι προκαλεί τον θεό να εμφανιστεί σε 5 λεπτά αλλιώς θα τον ανακηρύξει επισήμως νεκρό δείγμα μεγάλης βιρτουοζιτέ.
Αξιολόγηση: ***
(Π.Α.)
(ΚΡΥΦΗ ΕΡΩΜΕΝΗ)
Σκηνοθεσία: Μάρκο Μπελόκιο
Παίζουν: Τζιοβάνι Μετζοτζιόρνο, Φίλιπο Τίμι, Κοράντο Ινβερνίτζ
Διάρκεια: 126’
Η νέα ταινία του Ιταλού Μάρκο Μπελόκιο, είναι η αληθινή ιστορία της σύγκρουση μιας πεισματάρας γυναίκας με το Μουσολίνι, για ν’ αναγνωρίσει το γάμο τους και το παιδί που απέκτησαν. Η Ιντα συνάντησε τον Μουσολίνι όταν αυτός ήταν ένθερμος σοσιαλιστής, μι-λούσε ενάντια στη θρησκεία, τον πάπα και τους πολιτικούς. Η Ιντα θα πουλήσει όλα τα υ-πάρχοντά της για να τον βοηθήσει, αυτός, όμως, θα την εγκαταλείψει.Παρ’ όλο που ανα-γνώρισε το γιο του, στη συνέχεια τους έκλεισε αμφότερους σε ψυχιατρείο.
Το «Vincere» (Να νικάς) έρχεται να δικαιώσει τη φωνή μιας χαμένης γυναικείας ψυχής που προσπάθησε να αποτυπώσει ανεξίτηλα το πέρασμά της από τη ζωή ενός άνδρα που αγάπησε και δεν διανοήθηκε ποτέ πως θα εξαφανιστεί από την Ιστορία χωρίς να το θέλει. Αυτό που γοήτευσε το βετεράνο σκηνοθέτη φαίνεται να είναι η απόλυτη άρνηση της Ίντα για κάθε είδος συμβιβασμού.Το σκηνοθετικό στοίχημα τίθεται εξαρχής: η διαχείριση όχι μόνο της ιστορία της κρυφής ερωμένης του Μουσολίνι, αλλά και του ίδιου του Ντούτσε, στα τριάντα χρόνια σημαντικής ιστορίας της Ιταλίας.Αποφεύγοντας το όχημα του υπαρξιακού μελοδράματος, χάρη κυρίως στη διάφανη ερμηνεία της Τζοβάνα Μετζοτζόρνο, ο δημιουργός χρησιμοποιεί τη φόρμα της όπερας για να μιλήσει για έναν από τους πιο σημαντικούς Ιταλούς ηγέτες του 20ού αιώνα. Αγκαζάρει αισθητική βωβού κινηματογράφου με πλήθος κινηματογραφικών επίκαιρων και με διαρκή ορχηστρικά μουσικά μοντέλα, δημιουργεί μια φαντασμαγορία που μπορεί ορισμένες φορές να γλιστρά στο τηλεοπτικό, εντούτοις σε κρατά καρφωμένο στην οθόνη χάρη στο αφηγηματικό νεύρο του σκηνοθέτη.Ο Μπελόκιο διαρκώς ακροβατεί ανάμεσα στο γενικό και το ειδικό,την ιστορική έρευνα και το ψυχογράφημα, το ρεαλισμό και το σινεμά, το σεξ και την πολιτική, το συναίσθημα και τον οπορτουνισμό.Προσπαθεί να χωρέσει, σε ένα δίωρο φιλμ, το δράμα μιας γυναίκας μέσα στη μετάλλαξη ενός ορμητικού σοσιαλιστή σε αρχιερέα του φασισμού. Δεν τα καταφέρνει πάντοτε. Πνίγεται στιγμές στην αμετροεπής φιλοδοξία του. Τον προδίδει και το διάτρητο σενάριο που βασίστηκε σε ανεπίσημα ντοκουμέντα και φωτογραφίες. Η αρχική σεκάνς όπου ο Μουσολίνι προκαλεί τον θεό να εμφανιστεί σε 5 λεπτά αλλιώς θα τον ανακηρύξει επισήμως νεκρό δείγμα μεγάλης βιρτουοζιτέ.
Αξιολόγηση: ***
(Π.Α.)
Δευτέρα 7 Ιουνίου 2010
Κριτική Ταινιών Πρώτης Προβολής...17
COCO AVANT CHANEL
Σκηνοθεσία: Αν Φοντέν
Παίζουν: Οντρέ Τοτού, Αλεσάντρο Νίβολα
Διάρκεια: 105’
Δύο στα δύο για τη sui generis προσωπικότητα της Κοκό Σανέλ. Pas mal…Μέσα σε ενά-μιση χρόνο δυο ταινίες για τη μυθική σχεδιάστρια μόδας. Τη δόξα του Ζαν Κουνέν και του «Chanel Coco & Igor Stravinsky», ζήλεψε η Γαλλίδα Αν Φοντέν και υπέγραψε ετούτο το συμπαθητικό και ιδιόμορφο biopic με άρωμα «μέικ απ» και όρους lifestyle περιοδικού. Το στόρυ πιστό σ’ αυτό που αναφέρει ο τίτλος. Ποια ήταν η Κοκό δηλαδή πριν αποκτήσει το διάσημο επώνυμό της. Η αφήγηση ξεκινά από τα παιδικάτα της Σανέλ, όταν βρέθηκε με την αδερφή της σε ορφανοτροφείο, αναμένοντας, εις μάτην, την καθιερωμένη κυριακάτικη επίσκεψη του πατέρα τους. Καθώς περνάν τα χρόνια οι δύο αδερφές σκαρφίζονται τρόπους για να βγάλουν χαρτζιλίκι. Έτσι καταλήγουν να τραγουδούν σε παρηκμασμένα μπαράκια, μέχρι που η αδερφή της Κοκό παντρεύεται, αφήνοντας την μετέπειτα πιο επιδραστική ίσως σχεδιάστρια μόδας, να εισβάλλει μετά από ένα απίστευτο προσωπικό αντισυμβατικό ταξίδι στο χώρο της «υψηλής» κοινωνίας. Με πάταγο φυσικά.
Δυστυχώς το φιλμ από πάταγο καλλιτεχνικό πέρασε και δεν ακούμπησε. Παρότι το κοινωνικό, πολιτικό και ιστορικό περιβάλλον που διατρέχει την εποχή που ακουμπά το φιλμ, προσφέρεται για ιδεολογική και ηθογραφική προσέγγιση, η σκηνοθετική πυξίδα της Φοντέν κολλά πεισματικά στα ωραιοπαθή πλάνα, στην επιτυχημένη σκηνική αναπαράσταση εποχής και στα όμορφα κοστούμια. Όλα τα άλλα περνάν επί της οθόνης σαν ένα βιαστικό και ανυπόμονο Viewmaster. Κάτι πάει να γίνει με το ταξικό μίσος που κυριεύει τη Σανέλ, όχι από ιδεαλισμό – η Κοκό αντιλαμβάνεται το κοινωνικό της περιβάλλον ως ζούγκλα και αποφασίζει να παίξει με αυτούς τους όρους- αλλά και αυτό εξατμίζεται τάχιστα. Αλίμονο όμως εάν μια «βιογραφία» κινηματογραφική έμενε στη φιλοτέχνηση ενός «ιστορικού» προσώπου με νατουραλιστικά χρώματα. Αυτό ο εύκολος δρόμος που ακολουθεί και η δημιουργός. Ακαδημαϊκό σινερομάντσο θυμίζει το φιλμ δίχως στάλα δραματικής κορύφωσης. Και το χειρότερο είναι ότι η Σανέλ παρουσιάζεται από τη σκηνοθέτιδα εντελώς ανισ-σόροπη σε βαθμό που να εκτίθεται στα μάτια των θεατών. Άλλοτε την ωραιοποιεί και άλ-λοτε την παρουσιάζει γραφική. Αμηχανία διαχείρισης υλικού με συνέπεια ένα άνισο και άρρυθμο φιλμ. Υπάρχουν βέβαια τα ελαφρυντικά ότι το φιλμ εστιάζει στον αρχικό, μη αβανταδόρικο βίο της πρωταγωνίστριας (εξ ου και το υποκοριστικό coco…), γι’ αυτό και η καθίζηση του, η συναισθηματική. Η Φοντέν προσπάθησε να αποτυπώσει σε κινηματογραφικό καρέ τα πρώτα χρόνια της μεγάλης κυρίας της μόδας, όπως και ο Ολιβιέ Νταχάν στη βιογραφία της Εντιθ Πιαφ στο «Lα Mome». Αποστήθισε το «Σπουργίτι» αλλά οι μόνες ομοιότητες των δύο ταινιών εντοπίζονται στις σπουδαίες προσωπικότητες των δύο γυναικών. Σχηματικός ο χαρακτήρας της Τοτού μπροστά στην τόλμη και στη γενναιοδωρία που προικίστηκε κινηματογραφικά η Πιαφ της Κοτιγιάρ. Η σκηνοθετική ατολμία του «Coco avant Chanel» σε συνδυασμό με την αναίτια σχοινοτενή αφήγηση της αρχής, τον καιρό δηλαδή που η Σανέλ έμενε νιώθοντας αφόρητη μοναξιά, στην έπαυλη του αριστοκράτη Ετιέν Μπαλσάν (έξοχος ο Μπενουά Πελβούρ), δημιουργεί όχι εσφαλμένα την εντύπωση ότι αυτή η γυναίκα αποκλείεται να ήταν επαναστάτρια σε μια κοινωνία αρκετά πουριτανική. Ελάχιστα μας πείθει ότι η Κοκό υπήρξε ασυμβίβαστη με τους κανόνες της αστικής τάξης και κυνηγούσε την περιπέτεια και το ρίσκο σε κάθε της βήμα. Πλήρης απομυθοποίηση με τη δημιουργό να υποβιβάζει και να διαστρεβλώνει την προσωπικότητα της μεγάλης κυρίας της ευρωπαϊκής haute couture.
Εκεί που ευτύχησε η γαλλίδα σκηνοθέτιδα είναι η επιλογή της Τοτού σε ένα ρόλο μακριά από τη γλυκύτητα της «Αμελί» και με μια τραχιά κομψότητα που ταιριάζει στα πρώιμα ώριμα χρόνια της Κοκό Σανέλ. Και φυσικά στη τελική υπαινικτική βιντεοκλιπίστικη σεκανς, που σβήνει προς στιγμή τα προηγούμενα κακώς κείμενα. Στα συν το μουσικό score του Αλεξάντερ Ντεσπλά.
Αξιολόγηση: ***
(Π.Α.)
Σκηνοθεσία: Αν Φοντέν
Παίζουν: Οντρέ Τοτού, Αλεσάντρο Νίβολα
Διάρκεια: 105’
Δύο στα δύο για τη sui generis προσωπικότητα της Κοκό Σανέλ. Pas mal…Μέσα σε ενά-μιση χρόνο δυο ταινίες για τη μυθική σχεδιάστρια μόδας. Τη δόξα του Ζαν Κουνέν και του «Chanel Coco & Igor Stravinsky», ζήλεψε η Γαλλίδα Αν Φοντέν και υπέγραψε ετούτο το συμπαθητικό και ιδιόμορφο biopic με άρωμα «μέικ απ» και όρους lifestyle περιοδικού. Το στόρυ πιστό σ’ αυτό που αναφέρει ο τίτλος. Ποια ήταν η Κοκό δηλαδή πριν αποκτήσει το διάσημο επώνυμό της. Η αφήγηση ξεκινά από τα παιδικάτα της Σανέλ, όταν βρέθηκε με την αδερφή της σε ορφανοτροφείο, αναμένοντας, εις μάτην, την καθιερωμένη κυριακάτικη επίσκεψη του πατέρα τους. Καθώς περνάν τα χρόνια οι δύο αδερφές σκαρφίζονται τρόπους για να βγάλουν χαρτζιλίκι. Έτσι καταλήγουν να τραγουδούν σε παρηκμασμένα μπαράκια, μέχρι που η αδερφή της Κοκό παντρεύεται, αφήνοντας την μετέπειτα πιο επιδραστική ίσως σχεδιάστρια μόδας, να εισβάλλει μετά από ένα απίστευτο προσωπικό αντισυμβατικό ταξίδι στο χώρο της «υψηλής» κοινωνίας. Με πάταγο φυσικά.
Δυστυχώς το φιλμ από πάταγο καλλιτεχνικό πέρασε και δεν ακούμπησε. Παρότι το κοινωνικό, πολιτικό και ιστορικό περιβάλλον που διατρέχει την εποχή που ακουμπά το φιλμ, προσφέρεται για ιδεολογική και ηθογραφική προσέγγιση, η σκηνοθετική πυξίδα της Φοντέν κολλά πεισματικά στα ωραιοπαθή πλάνα, στην επιτυχημένη σκηνική αναπαράσταση εποχής και στα όμορφα κοστούμια. Όλα τα άλλα περνάν επί της οθόνης σαν ένα βιαστικό και ανυπόμονο Viewmaster. Κάτι πάει να γίνει με το ταξικό μίσος που κυριεύει τη Σανέλ, όχι από ιδεαλισμό – η Κοκό αντιλαμβάνεται το κοινωνικό της περιβάλλον ως ζούγκλα και αποφασίζει να παίξει με αυτούς τους όρους- αλλά και αυτό εξατμίζεται τάχιστα. Αλίμονο όμως εάν μια «βιογραφία» κινηματογραφική έμενε στη φιλοτέχνηση ενός «ιστορικού» προσώπου με νατουραλιστικά χρώματα. Αυτό ο εύκολος δρόμος που ακολουθεί και η δημιουργός. Ακαδημαϊκό σινερομάντσο θυμίζει το φιλμ δίχως στάλα δραματικής κορύφωσης. Και το χειρότερο είναι ότι η Σανέλ παρουσιάζεται από τη σκηνοθέτιδα εντελώς ανισ-σόροπη σε βαθμό που να εκτίθεται στα μάτια των θεατών. Άλλοτε την ωραιοποιεί και άλ-λοτε την παρουσιάζει γραφική. Αμηχανία διαχείρισης υλικού με συνέπεια ένα άνισο και άρρυθμο φιλμ. Υπάρχουν βέβαια τα ελαφρυντικά ότι το φιλμ εστιάζει στον αρχικό, μη αβανταδόρικο βίο της πρωταγωνίστριας (εξ ου και το υποκοριστικό coco…), γι’ αυτό και η καθίζηση του, η συναισθηματική. Η Φοντέν προσπάθησε να αποτυπώσει σε κινηματογραφικό καρέ τα πρώτα χρόνια της μεγάλης κυρίας της μόδας, όπως και ο Ολιβιέ Νταχάν στη βιογραφία της Εντιθ Πιαφ στο «Lα Mome». Αποστήθισε το «Σπουργίτι» αλλά οι μόνες ομοιότητες των δύο ταινιών εντοπίζονται στις σπουδαίες προσωπικότητες των δύο γυναικών. Σχηματικός ο χαρακτήρας της Τοτού μπροστά στην τόλμη και στη γενναιοδωρία που προικίστηκε κινηματογραφικά η Πιαφ της Κοτιγιάρ. Η σκηνοθετική ατολμία του «Coco avant Chanel» σε συνδυασμό με την αναίτια σχοινοτενή αφήγηση της αρχής, τον καιρό δηλαδή που η Σανέλ έμενε νιώθοντας αφόρητη μοναξιά, στην έπαυλη του αριστοκράτη Ετιέν Μπαλσάν (έξοχος ο Μπενουά Πελβούρ), δημιουργεί όχι εσφαλμένα την εντύπωση ότι αυτή η γυναίκα αποκλείεται να ήταν επαναστάτρια σε μια κοινωνία αρκετά πουριτανική. Ελάχιστα μας πείθει ότι η Κοκό υπήρξε ασυμβίβαστη με τους κανόνες της αστικής τάξης και κυνηγούσε την περιπέτεια και το ρίσκο σε κάθε της βήμα. Πλήρης απομυθοποίηση με τη δημιουργό να υποβιβάζει και να διαστρεβλώνει την προσωπικότητα της μεγάλης κυρίας της ευρωπαϊκής haute couture.
Εκεί που ευτύχησε η γαλλίδα σκηνοθέτιδα είναι η επιλογή της Τοτού σε ένα ρόλο μακριά από τη γλυκύτητα της «Αμελί» και με μια τραχιά κομψότητα που ταιριάζει στα πρώιμα ώριμα χρόνια της Κοκό Σανέλ. Και φυσικά στη τελική υπαινικτική βιντεοκλιπίστικη σεκανς, που σβήνει προς στιγμή τα προηγούμενα κακώς κείμενα. Στα συν το μουσικό score του Αλεξάντερ Ντεσπλά.
Αξιολόγηση: ***
(Π.Α.)
Πέμπτη 20 Μαΐου 2010
Κριτική Ταινιών Πρώτης Προβολής...16
ΦΕΥΓΩ
(PARTIR)
Σκηνοθεσία: Κατρίν Κορσινί
Παίζουν: Κριστιν Σκοτ Τομάς, Σέρζι Λοπέζ, Ιβάν Ατάλ
Διάρκεια: 83’
Μια ιστορία με όρους καθημερινότητας που βρίθει όμως από αίμα-όχι κυριολεκτικά αλλά απ’ αυτό που επιβεβαιώνει ότι είμαστε ακόμη ζωντανοί. Και όταν λέμε αίμα εννοούμε Γυναίκα. Έτσι παίρνει μπρος η κινηματογραφική μηχανή. Με καύσιμο στο ρεζερβουάρ το μελαγχολικό βλέμμα της Κρίστιν Σκοτ Τόμας. Τις φωτοσκιάσεις του προσώπου της, τα ημιτόνια των εκφράσεων του βλέμματος της, το ηλεκτρισμένο πάθος του κορμιού της…
Μητέρα 2 τέκνων, διάγει μια αδιατάραχτη αστική ζωή σε πόλη της Γαλλίας. Ξαφνικά ερωτεύεται με πάθος έναν Καταλανό μετανάστη εργάτη που ανακαινίζει την αποθήκη του σπιτιού της. Τουτέστιν εγκαταλείπει σύζυγο, παιδιά και κοινωνική ευταξία. Το έχουμε ξαναδεί θα πει κάποιος. Δε θα διαφωνήσω. Ωστόσο η Γαλλίδα δημιουργός Κατρίν Κορσινί (που χρόνια πριν είχε δώσει το αινιγματικό «Les Amourex») ποτίζει ετούτο το ορμητικό και σύντομο μελόδραμα που αρχικά παραπλανά με την άνοστη βραδύκαυστη μονόχνοτη αφήγησή του, με στάλες σασπένς και ταινίας δρόμου. Αλλά κυρίως το μπολιάζει με την καυτή ανάσα του πάθους και το τίμημα που πληρώνει κάποιος όταν κυνηγά την ευτυχία. Η πρωταγωνίστρια βρίσκεται σε επικίνδυνη στροφή της ζωής της. Εκεί που αρκεί το βάρος ενός φύλλο για να αλλάξει άρδην την ισορροπία. Ως τώρα βίωνε μια ταπεινωτική ξενάγηση σε αυτό που ονομάζεται ζωή. Ο Σέρζι Λοπέζ γκρεμίζει το εξωτερικά καλογυαλισμένο κουκούλι της οικογενειακής θαλπωρής. Οι κοινοτοπίες των πρώτων σεκάνς δίνουν τη θέση τους στο χάος που θα επακολουθήσει. Το σώμα είναι που οδηγεί. Η καρδιά έπεται. Επιτέλους. Το σεξ σημείο ανάτασης. Το αρσενικό δειλιάζει. Λογικό. Αδύναμο φύλο. Προσπαθεί να καλουπώσει ένα καταπιεσμένο παρορμητικό γυναικείο ηφαίστειο. Σαν να προσπαθείς να σταματήσει μια Πόρσε με χαρτόνια. Ο άντρας με τη λογική, η γυναίκα με το πάθος. Το «βρώμικο» κορμί του Λοπέζ κολλάει σαν μαγνήτης στο αστραφτερό σώμα της Τόμας. Και έπειτα η αναχώρηση. Η ομολογία της απιστίας. Η ανέχεια. Η Αληθινή κόλαση μιας Αληθινής ζωής.
Αξιολόγηση: ***
(Π.Α.)
(PARTIR)
Σκηνοθεσία: Κατρίν Κορσινί
Παίζουν: Κριστιν Σκοτ Τομάς, Σέρζι Λοπέζ, Ιβάν Ατάλ
Διάρκεια: 83’
Μια ιστορία με όρους καθημερινότητας που βρίθει όμως από αίμα-όχι κυριολεκτικά αλλά απ’ αυτό που επιβεβαιώνει ότι είμαστε ακόμη ζωντανοί. Και όταν λέμε αίμα εννοούμε Γυναίκα. Έτσι παίρνει μπρος η κινηματογραφική μηχανή. Με καύσιμο στο ρεζερβουάρ το μελαγχολικό βλέμμα της Κρίστιν Σκοτ Τόμας. Τις φωτοσκιάσεις του προσώπου της, τα ημιτόνια των εκφράσεων του βλέμματος της, το ηλεκτρισμένο πάθος του κορμιού της…
Μητέρα 2 τέκνων, διάγει μια αδιατάραχτη αστική ζωή σε πόλη της Γαλλίας. Ξαφνικά ερωτεύεται με πάθος έναν Καταλανό μετανάστη εργάτη που ανακαινίζει την αποθήκη του σπιτιού της. Τουτέστιν εγκαταλείπει σύζυγο, παιδιά και κοινωνική ευταξία. Το έχουμε ξαναδεί θα πει κάποιος. Δε θα διαφωνήσω. Ωστόσο η Γαλλίδα δημιουργός Κατρίν Κορσινί (που χρόνια πριν είχε δώσει το αινιγματικό «Les Amourex») ποτίζει ετούτο το ορμητικό και σύντομο μελόδραμα που αρχικά παραπλανά με την άνοστη βραδύκαυστη μονόχνοτη αφήγησή του, με στάλες σασπένς και ταινίας δρόμου. Αλλά κυρίως το μπολιάζει με την καυτή ανάσα του πάθους και το τίμημα που πληρώνει κάποιος όταν κυνηγά την ευτυχία. Η πρωταγωνίστρια βρίσκεται σε επικίνδυνη στροφή της ζωής της. Εκεί που αρκεί το βάρος ενός φύλλο για να αλλάξει άρδην την ισορροπία. Ως τώρα βίωνε μια ταπεινωτική ξενάγηση σε αυτό που ονομάζεται ζωή. Ο Σέρζι Λοπέζ γκρεμίζει το εξωτερικά καλογυαλισμένο κουκούλι της οικογενειακής θαλπωρής. Οι κοινοτοπίες των πρώτων σεκάνς δίνουν τη θέση τους στο χάος που θα επακολουθήσει. Το σώμα είναι που οδηγεί. Η καρδιά έπεται. Επιτέλους. Το σεξ σημείο ανάτασης. Το αρσενικό δειλιάζει. Λογικό. Αδύναμο φύλο. Προσπαθεί να καλουπώσει ένα καταπιεσμένο παρορμητικό γυναικείο ηφαίστειο. Σαν να προσπαθείς να σταματήσει μια Πόρσε με χαρτόνια. Ο άντρας με τη λογική, η γυναίκα με το πάθος. Το «βρώμικο» κορμί του Λοπέζ κολλάει σαν μαγνήτης στο αστραφτερό σώμα της Τόμας. Και έπειτα η αναχώρηση. Η ομολογία της απιστίας. Η ανέχεια. Η Αληθινή κόλαση μιας Αληθινής ζωής.
Αξιολόγηση: ***
(Π.Α.)
Δευτέρα 10 Μαΐου 2010
Κριτική Ταινιών Πρώτης Προβολής...15
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ
(EL SECRETO DE SUS OJOS)
Σκηνοθεσία: Χουάν Χοσέ Καμπανέλα
Παίζουν: Ρικάρντο Νταρίν, Σολεδάδ Βιλαμίλ, Πάμπλο Ράγκο, Χαβιέ Γκοντίνο
Διάρκεια: 129’
Μπουένος Άιρες, 1974. Ο αστυνομικός Εσπόζιτο αναλαμβάνει τη διαλεύκανση της δολοφονί-ας μιας γυναίκας. Με τη βοήθεια της προϊσταμένης του και ενός συναδέλφου του, συλλαμβά-νουν τον ύποπτο Γκόμεζ και τον οδηγούν στην ανάκριση. Οι διασυνδέσεις, όμως, του Γκόμεζ με τις μυστικές υπηρεσίες τον οδηγούν τελικά στην ελευθερία. 25 χρόνια μετά, ο Εσπόζιτο ζη-τά τη βοήθεια της τότε προϊσταμένου του για να αποτυπώσει στο χαρτί την υπόθεση που ακό-μα τον στοιχειώνει.
Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας που στην ούγια γράφει Argentina. Από μια καινοτόμα θαλερή κινηματογραφία που συνδυάζει αριστοτεχνικά την εμπορικότητα και το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα και που θριάμβευσε στο αργεντίνικο box office. Για πολλούς και διάφορους λό-γους. Κυρίως διότι απολεπίζει τη ραχοκοκαλιά του φιλμ απ’ όλα τα περιττά ψιμύθια, συνιστώ-ντας ένα μελοδραματικό θρίλερ που αν και μεγάλο σε διάρκεια, δεν κουράζει καθόλου. Οι συ-νιστώσες της επιτυχίας πολλές. Ο διεφθαρμένος κοινωνικός ιστός, ο ανεκπλήρωτος έρωτας ελέω ταξικών διαφορών (όχι με όρους διαλεκτικής αλά Λόουτς αλλά με συνθήκες κομψού ε-ρωτικού δράματος), η πολιτική, το δικαστικό παρακύκλωμα, το αστυνομικό μυστήριο. Ο Κα-μπανέλα ισορροπεί με περισσή αυτοπεποίθηση ανάμεσα σε όλα τα όσα συμβαίνουν επί της οθόνης, χρησιμοποιώντας ένα ευφάνταστο ρακόρ (εύσημα και στον μοντέρ) ανάμεσα στις σκηνές του παρελθόντος και του παρόντος. Εντελώς οργανικά ο δημιουργός κατορθώνει να ενσωματώσει και όλες τις όποιες υπερβολές της αφήγησης. Και τα κλισέ. Αποκαλύπτει από την αρχή την ταυτότητα του δολοφόνου και ξεκινά ένα υποδόριο παιχνίδι της γάτας με το πο-ντίκι. Ένα παιχνίδι απορρίψεων και απωλειών. Νουάρ στο προσκήνιο, πολιτικός σχολιασμός στο φόντο. Ένα υπέρμετρα φιλόδοξο φιλμ (δικαιολογημένα) που αντλεί από τη βιρτουοζιτέ του σκηνοθέτη, ο οποίος όμως δεν αναλώνεται σε φορμαλιστικά τερτίπια της κάμερας αλλά παραδίδει μαθήματα χειρισμού της. Αποκορύφωμα η σχοινοτενής εκφοβιστική σεκάνς στο γήπεδο με το υποκειμενικό πλάνο της κάμερας να αγκομαχά ιδρωμένη και να ανεβοκατεβαίνει κυνηγώντας τον ήρωα.
Αξιολόγηση: ****
(Π.Α.)
(EL SECRETO DE SUS OJOS)
Σκηνοθεσία: Χουάν Χοσέ Καμπανέλα
Παίζουν: Ρικάρντο Νταρίν, Σολεδάδ Βιλαμίλ, Πάμπλο Ράγκο, Χαβιέ Γκοντίνο
Διάρκεια: 129’
Μπουένος Άιρες, 1974. Ο αστυνομικός Εσπόζιτο αναλαμβάνει τη διαλεύκανση της δολοφονί-ας μιας γυναίκας. Με τη βοήθεια της προϊσταμένης του και ενός συναδέλφου του, συλλαμβά-νουν τον ύποπτο Γκόμεζ και τον οδηγούν στην ανάκριση. Οι διασυνδέσεις, όμως, του Γκόμεζ με τις μυστικές υπηρεσίες τον οδηγούν τελικά στην ελευθερία. 25 χρόνια μετά, ο Εσπόζιτο ζη-τά τη βοήθεια της τότε προϊσταμένου του για να αποτυπώσει στο χαρτί την υπόθεση που ακό-μα τον στοιχειώνει.
Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας που στην ούγια γράφει Argentina. Από μια καινοτόμα θαλερή κινηματογραφία που συνδυάζει αριστοτεχνικά την εμπορικότητα και το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα και που θριάμβευσε στο αργεντίνικο box office. Για πολλούς και διάφορους λό-γους. Κυρίως διότι απολεπίζει τη ραχοκοκαλιά του φιλμ απ’ όλα τα περιττά ψιμύθια, συνιστώ-ντας ένα μελοδραματικό θρίλερ που αν και μεγάλο σε διάρκεια, δεν κουράζει καθόλου. Οι συ-νιστώσες της επιτυχίας πολλές. Ο διεφθαρμένος κοινωνικός ιστός, ο ανεκπλήρωτος έρωτας ελέω ταξικών διαφορών (όχι με όρους διαλεκτικής αλά Λόουτς αλλά με συνθήκες κομψού ε-ρωτικού δράματος), η πολιτική, το δικαστικό παρακύκλωμα, το αστυνομικό μυστήριο. Ο Κα-μπανέλα ισορροπεί με περισσή αυτοπεποίθηση ανάμεσα σε όλα τα όσα συμβαίνουν επί της οθόνης, χρησιμοποιώντας ένα ευφάνταστο ρακόρ (εύσημα και στον μοντέρ) ανάμεσα στις σκηνές του παρελθόντος και του παρόντος. Εντελώς οργανικά ο δημιουργός κατορθώνει να ενσωματώσει και όλες τις όποιες υπερβολές της αφήγησης. Και τα κλισέ. Αποκαλύπτει από την αρχή την ταυτότητα του δολοφόνου και ξεκινά ένα υποδόριο παιχνίδι της γάτας με το πο-ντίκι. Ένα παιχνίδι απορρίψεων και απωλειών. Νουάρ στο προσκήνιο, πολιτικός σχολιασμός στο φόντο. Ένα υπέρμετρα φιλόδοξο φιλμ (δικαιολογημένα) που αντλεί από τη βιρτουοζιτέ του σκηνοθέτη, ο οποίος όμως δεν αναλώνεται σε φορμαλιστικά τερτίπια της κάμερας αλλά παραδίδει μαθήματα χειρισμού της. Αποκορύφωμα η σχοινοτενής εκφοβιστική σεκάνς στο γήπεδο με το υποκειμενικό πλάνο της κάμερας να αγκομαχά ιδρωμένη και να ανεβοκατεβαίνει κυνηγώντας τον ήρωα.
Αξιολόγηση: ****
(Π.Α.)
Πέμπτη 22 Απριλίου 2010
Κριτική Ταινιών Πρώτης Προβολής...14
ΠΑΡΑΝΟΙΑ
(THE CRAZIES)
Σκηνοθεσία: Μπρεκ Άισνερ
Παίζουν: Ράντα Μίτσελ,Τίμοθι Όλιφαντ, Ντάνιελ Παναμπέικερ
Διάρκεια: 101’
Σε μια ήσυχη αμερικάνικη κωμόπολη, οι φαινομενικά φιλήσυχοι κάτοικοι της αρχίζουν ξαφ-νικά να παρουσιάζουν περίεργα συμπτώματα παράνοιας. Μετά από έρευνες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι το νερό της περιοχής είναι μολυσμένο από κάποια τοξική ουσία, κατόπιν στρατιωτικών πειραμάτων και η οποία οδηγεί όποιους το πιουν στην τρέλα και στο φόνο. Ο σερίφης με τη γυναίκα του και το συνεργάτη του προσπαθούν να εγκαταλείψουν την πόλη.
Το φιλμ του Άισνερ σέβεται περισσότερο από όσο θα αρκούσε, το πρωτότυπο φιλμ του Ρομέρο (1972), χωρίς να τολμά να το υπερβεί. Ξεφεύγει μεν από τη δαγκάνα των βλακωδών εφηβικών σοκαριστικών σκηνών που συναντάμε σε χολυγουντιανές «συνταγές» και ψεκάζεται με μπόλικη εσάνς κοινωνικο-οικολογικού μηνύματος για την ανασφάλεια του πλανήτη, πυρο-δοτώντας έτσι πολιτική αμφισβήτηση, αλλά οι όποιες προθέσεις του σκοντάφτουν συνεχώς στην αποσπασματικότητα, που σίγουρα στο συγκεκριμένο φιλμ δρα όπως ο σκώρος στα ρού-χα. Το ροκανίζει. Τραμπάλα συνεχώς. Λίγος φιλμικός χρόνος για να εκθέσει στους θεατές τό-σο πολλά. Απ’ την μια έχουμε το προβλέψιμο τέλος και τους ανολοκλήρωτους χαρακτήρες, απ’ την άλλη ένα μεταφυσικό sci-fi θρίλερ με φρενήρη ρυθμό και μια ένοχη αγωνία για το ποιος έχει κολλήσει το μικρόβιο της τρέλας και ποιος όχι. Μπορεί η ατμόσφαιρα να θυμίζει έντονα το «The Happening” του Σιάμαλαν, οι ερμηνείες να κολλάνε, τα εφέ να είναι φτωχά για τέτοιου είδους φιλμ, όμως όλα αυτά δεν εμποδίζουν το δημιουργό να αποτυπώσει επί του σε-λιλόιντ την προβληματική του για τη σημερινή διχασμένη και μόνιμα τρομαγμένη Αμερική. Όλα προκύπτουν επαγωγικά. Αφύσικη παράνοια δεν υπάρχει διατείνεται ο Άισνερ. Υπάρχει «λογική» εξήγηση και εύλογη προέλευση της. Αρκεί να ψάξουμε στην αλλοτρίωση, στην υ-περκατανάλωση, στον ιμπεριαλισμό. Στην αδηφάγα μολυσμένη διατροφική αλυσίδα που με-ταλλάσσει τα πάντα. Άνθρωποι με μάσκα ζόμπι να τρώνε τις σάρκες ανθρώπων. Συμβαίνει παντού σήμερα. Τι μένει? Οι δυνάμεις καταστολής να αφανίσουν το ανθρώπινο γένος. Άραγε είμαστε στο μέλλον ή μήπως στο παρόν…?
Αξιολόγηση: ***
(Π.Α.)
(THE CRAZIES)
Σκηνοθεσία: Μπρεκ Άισνερ
Παίζουν: Ράντα Μίτσελ,Τίμοθι Όλιφαντ, Ντάνιελ Παναμπέικερ
Διάρκεια: 101’
Σε μια ήσυχη αμερικάνικη κωμόπολη, οι φαινομενικά φιλήσυχοι κάτοικοι της αρχίζουν ξαφ-νικά να παρουσιάζουν περίεργα συμπτώματα παράνοιας. Μετά από έρευνες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι το νερό της περιοχής είναι μολυσμένο από κάποια τοξική ουσία, κατόπιν στρατιωτικών πειραμάτων και η οποία οδηγεί όποιους το πιουν στην τρέλα και στο φόνο. Ο σερίφης με τη γυναίκα του και το συνεργάτη του προσπαθούν να εγκαταλείψουν την πόλη.
Το φιλμ του Άισνερ σέβεται περισσότερο από όσο θα αρκούσε, το πρωτότυπο φιλμ του Ρομέρο (1972), χωρίς να τολμά να το υπερβεί. Ξεφεύγει μεν από τη δαγκάνα των βλακωδών εφηβικών σοκαριστικών σκηνών που συναντάμε σε χολυγουντιανές «συνταγές» και ψεκάζεται με μπόλικη εσάνς κοινωνικο-οικολογικού μηνύματος για την ανασφάλεια του πλανήτη, πυρο-δοτώντας έτσι πολιτική αμφισβήτηση, αλλά οι όποιες προθέσεις του σκοντάφτουν συνεχώς στην αποσπασματικότητα, που σίγουρα στο συγκεκριμένο φιλμ δρα όπως ο σκώρος στα ρού-χα. Το ροκανίζει. Τραμπάλα συνεχώς. Λίγος φιλμικός χρόνος για να εκθέσει στους θεατές τό-σο πολλά. Απ’ την μια έχουμε το προβλέψιμο τέλος και τους ανολοκλήρωτους χαρακτήρες, απ’ την άλλη ένα μεταφυσικό sci-fi θρίλερ με φρενήρη ρυθμό και μια ένοχη αγωνία για το ποιος έχει κολλήσει το μικρόβιο της τρέλας και ποιος όχι. Μπορεί η ατμόσφαιρα να θυμίζει έντονα το «The Happening” του Σιάμαλαν, οι ερμηνείες να κολλάνε, τα εφέ να είναι φτωχά για τέτοιου είδους φιλμ, όμως όλα αυτά δεν εμποδίζουν το δημιουργό να αποτυπώσει επί του σε-λιλόιντ την προβληματική του για τη σημερινή διχασμένη και μόνιμα τρομαγμένη Αμερική. Όλα προκύπτουν επαγωγικά. Αφύσικη παράνοια δεν υπάρχει διατείνεται ο Άισνερ. Υπάρχει «λογική» εξήγηση και εύλογη προέλευση της. Αρκεί να ψάξουμε στην αλλοτρίωση, στην υ-περκατανάλωση, στον ιμπεριαλισμό. Στην αδηφάγα μολυσμένη διατροφική αλυσίδα που με-ταλλάσσει τα πάντα. Άνθρωποι με μάσκα ζόμπι να τρώνε τις σάρκες ανθρώπων. Συμβαίνει παντού σήμερα. Τι μένει? Οι δυνάμεις καταστολής να αφανίσουν το ανθρώπινο γένος. Άραγε είμαστε στο μέλλον ή μήπως στο παρόν…?
Αξιολόγηση: ***
(Π.Α.)
Κυριακή 18 Απριλίου 2010
Κριτική Ταινιών Πρώτης Προβολής...13
ΧΑΡΙ ΜΠΡΑΟΥΝ
(HARRY BROWN)
Σκηνοθεσία: Ντάνιελ Μπάρμπερ
Παίζουν: Μάικλ Κέιν, Έμιλι Μόρτιμερ, Λίαμ Κάνινγκχαμ
Διάρκεια: 102’
Όταν δολοφονείται βάναυσα ο καλύτερος φίλος του, ο βετεράνος πεζοναύτης Χάρι Μπράουν (νέος Dirty Harry μας προέκυψε μετά τον Ίστγουντ στο Gran Torino…) αποφασίζει να δράσει. Το στρατιωτικό παρελθόν του τον καλεί να γίνει προστάτης της έννομης τάξης. Σύντομα όμως μπλέκεται και η αστυνομία, με αποτέλεσμα οι εντάσεις να δημιουργούν χάος στην πόλη. Ταινία με φασίζουσες θέσεις που αφήνει ανάμεικτα συναισθήματα και η οποία χωρίς τον one man show Μάικλ Κέιν, στον ρόλο του πρωταγωνιστή, θα περνούσε στα ψιλά. Σαν άλλος Τσαρλς Μπρόσνον από τον «Εκτελεστή της νύχτας» (1974), ενσαρκώνει έναν φιλελεύθερο πολίτη που αποφασίζει να «καθαρίσει» τους δρόμους από τα «ανθρώπινα απόβλητα» που έχουν καταλάβει τις εργατικές συνοικίες.
Ο Χάρι του Κέιν, παρουσιάζεται με ύπουλη πειστικότητα ως θύμα και όχι ως θα έπρεπε, θύτης. Ο πρωτοεμφανιζόμενος Βρετανός Ντάνιελ Μπάρμπερ, στόχευε στο να υπογράψει μια φιλμική σπουδή στην εγκληματικότητα. Φευ όμως. Η μονομέρεια και τα ιδεολογικά φάλτσα τον κατα-βαράθρωσαν. Οι νεανικές συμμορίες, οι ναρκομανείς και οι λαθρέμποροι παρουσιάζονται μονόπατα ως ρεμάλια και δολοφόνοι. Σφυροκόπημα ανελέητο δέχεται ο θεατής με φόντο ένα ψυχρό απειλητικό και βρώμικο Λονδίνο, που όμοιο του δεν έχουμε δει σε τουριστικούς οδηγούς. Μέχρι που ο «Σωσίας» Χάρι αρχίζει το ξεσκάρτισμα περιττών σωμάτων. Αυτοδικία, που ο δημιουργός αποθεώνει σχεδόν με χαιρέκακη ικανοποίηση. Την εξωραΐζει με τόσο απροκάλυπτο τρόπο ώστε όχι μόνο δε δρα ενισχυτικά στην καταγγελτική (?) διάθεση του φιλμ, αλλά την αγκαζάρει κιόλας με μια παλαιού τύπου στρατιωτική ηθική και πειθαρχία. Η αστυνομία παρουσιάζεται αδύ-ναμη να εισέλθει στο κόσμο της εγκληματικότητας, λειτουργώντας ως εργαλείο της εκάστοτε κυβέρνησης.Για το σκηνοθέτη στυγνοί δολοφόνοι είναι οι έφηβοι στους οποίους το έγκλημα έχει εμποτιστεί ως κουλτούρα διασκέδασης και όχι ο εκπαιδευμένος να σκοτώνει Χάρι Μπράουν. Ιδεολογικά φάλτσα ολκής που ακυρώνουν την έξοχη σύλληψη ατμόσφαιρας μοναξιάς και ερήμωσης που διέπει την καθημερινή ζωή του ήρωα, ωσάν τελετουργία θρησκευτική…
Αξιολόγηση: ***
(Π.Α.)
(HARRY BROWN)
Σκηνοθεσία: Ντάνιελ Μπάρμπερ
Παίζουν: Μάικλ Κέιν, Έμιλι Μόρτιμερ, Λίαμ Κάνινγκχαμ
Διάρκεια: 102’
Όταν δολοφονείται βάναυσα ο καλύτερος φίλος του, ο βετεράνος πεζοναύτης Χάρι Μπράουν (νέος Dirty Harry μας προέκυψε μετά τον Ίστγουντ στο Gran Torino…) αποφασίζει να δράσει. Το στρατιωτικό παρελθόν του τον καλεί να γίνει προστάτης της έννομης τάξης. Σύντομα όμως μπλέκεται και η αστυνομία, με αποτέλεσμα οι εντάσεις να δημιουργούν χάος στην πόλη. Ταινία με φασίζουσες θέσεις που αφήνει ανάμεικτα συναισθήματα και η οποία χωρίς τον one man show Μάικλ Κέιν, στον ρόλο του πρωταγωνιστή, θα περνούσε στα ψιλά. Σαν άλλος Τσαρλς Μπρόσνον από τον «Εκτελεστή της νύχτας» (1974), ενσαρκώνει έναν φιλελεύθερο πολίτη που αποφασίζει να «καθαρίσει» τους δρόμους από τα «ανθρώπινα απόβλητα» που έχουν καταλάβει τις εργατικές συνοικίες.
Ο Χάρι του Κέιν, παρουσιάζεται με ύπουλη πειστικότητα ως θύμα και όχι ως θα έπρεπε, θύτης. Ο πρωτοεμφανιζόμενος Βρετανός Ντάνιελ Μπάρμπερ, στόχευε στο να υπογράψει μια φιλμική σπουδή στην εγκληματικότητα. Φευ όμως. Η μονομέρεια και τα ιδεολογικά φάλτσα τον κατα-βαράθρωσαν. Οι νεανικές συμμορίες, οι ναρκομανείς και οι λαθρέμποροι παρουσιάζονται μονόπατα ως ρεμάλια και δολοφόνοι. Σφυροκόπημα ανελέητο δέχεται ο θεατής με φόντο ένα ψυχρό απειλητικό και βρώμικο Λονδίνο, που όμοιο του δεν έχουμε δει σε τουριστικούς οδηγούς. Μέχρι που ο «Σωσίας» Χάρι αρχίζει το ξεσκάρτισμα περιττών σωμάτων. Αυτοδικία, που ο δημιουργός αποθεώνει σχεδόν με χαιρέκακη ικανοποίηση. Την εξωραΐζει με τόσο απροκάλυπτο τρόπο ώστε όχι μόνο δε δρα ενισχυτικά στην καταγγελτική (?) διάθεση του φιλμ, αλλά την αγκαζάρει κιόλας με μια παλαιού τύπου στρατιωτική ηθική και πειθαρχία. Η αστυνομία παρουσιάζεται αδύ-ναμη να εισέλθει στο κόσμο της εγκληματικότητας, λειτουργώντας ως εργαλείο της εκάστοτε κυβέρνησης.Για το σκηνοθέτη στυγνοί δολοφόνοι είναι οι έφηβοι στους οποίους το έγκλημα έχει εμποτιστεί ως κουλτούρα διασκέδασης και όχι ο εκπαιδευμένος να σκοτώνει Χάρι Μπράουν. Ιδεολογικά φάλτσα ολκής που ακυρώνουν την έξοχη σύλληψη ατμόσφαιρας μοναξιάς και ερήμωσης που διέπει την καθημερινή ζωή του ήρωα, ωσάν τελετουργία θρησκευτική…
Αξιολόγηση: ***
(Π.Α.)
Δευτέρα 29 Μαρτίου 2010
Κριτική Ταινιών Πρώτης Προβολής...12
Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΛΙΝ ΒΑΡΓΚΑ
(KATALIN VARGA)
Σκηνοθεσία: Πίτερ Στρίλαντ
Παίζουν: Χίλντα Πέτερ, Τίμπορ Πάλφι, Νόρμπερτ Τανκό
Διάρκεια: 82’
Σινεμά «auter» μετά από καιρό. Χιλίων καρατίων. Ατόφιο, αινιγματικό, αυθεντικό. Πόσοι θα δουν άραγε το εξαιρετικό αυτό, μικρό το δέμας μεν, υψηλής καλλιτεχνικής στάθμης δε,φιλμ. Ελάχιστοι. Ας μη γελιόμαστε. Δεν ανήκει σε καμία καλά αμπαλαρισμένη φιλμική φανφάρα-κατασκευή του marketing. Απ’ τη ρακένδυτη Ρουμανία προερχόμενο της ακμάζουσας κνηματογραφίας. Με budget μόλις 30000 ευρώ.
Η Katalin εκδιωγμένη απ' τον σύζυγο της, όταν μαθαίνει ότι το παιδί τους δεν είναι δικό τους, παίρ-νει το γιο της και μ' ενα άλογο διασχίζει τα βουνά της Τρανσυλβανίας. Αναζητά τον πραγματικό πατέρα του, σκοπεύοντας να τον εκδικηθεί, καθώς είναι υπαίτιος για τη μελανότερη στιγμή της ζωής της. Το ντεμπούτο του Βρετανού Στρίκλαντ σφύζει από υγεία. Κινηματογραφική. Με ισχυρό όπλο την αφήγηση και τις συνιστώσες της: εξιστόρηση και εικονογράφηση. Με αρωγό το υποδειγματικής οικονομίας μοντάζ. Το πράσινο τοπίο της Τρανσυλβανίας παγιδεύεται από το φακό του Μαρκ Γκιόρι, γεμίζοντας επιβλητικά το πανί και κρατώντας μια απειλητική αοριστία στην εξέλιξη του φιλμ. Ο δημιουργός κινηματογραφεί μια σπουδή πάνω στο χρονικό ενός βιασμού και μιας αναπόφευκτης τιμωρίας. Με συνειδητή ασάφεια στις έννοιες θύτης και θύμα, σκαρώνει ένα σαρδόνιο παιχνίδι εναλλαγής στοιχείων δίνοντας την αίσθηση πως βρισκόμαστε σ’ άλλο αιώνα. Συνδέει έτσι την ανάγκη για τιμωρία με την πρωτόγονη φύση του ανθρώπου. Στο βουκολικό σκηνικό εκδίκησης, όπου ο σκηνοθέτης συναντά τον Ντοστογιέφσκι, δεν υπάρχουν ιδανικοί χαρακτήρες. Όλοι είμαστε υποχρεωμένοι να προστατεύσουμε τον εαυτό μας. Η Καταλίν προφασίζεται την αδικία που έχει διαπραχθεί εις βάρος της ως κίνητρο των πράξεων της. Βουτά στο χριστιανικό άλλοθι, απαραίτητο για να αυτοδικήσει ελεύθερα. Ο ατελής άνθρωπος από δω η παραδεισένια φύση από εκεί. Όλα θεϊκά δημιουργήματα. Ο βιασμός παρέκκλιση της φύσης. Η Καταλίν εκτελεί το θέλημα του Θεού. Αποκαθιστά την ισορροπία. Το τίμημα βαρύ. Πρέπει να πληρώσει γιατί παρέκκλινε. Μάθημα για ντόπια κινηματογραφικά μειράκια το καθηλωτικό 5λεπτο μονόπλανο μέσα σε μια βάρκα με την Κάταλιν να εξιστορεί στον βιαστή της και στην ανυποψίαστη γυναίκα του, το βιασμό της…
Αξιολόγηση: ****
(Π.Α.)
(KATALIN VARGA)
Σκηνοθεσία: Πίτερ Στρίλαντ
Παίζουν: Χίλντα Πέτερ, Τίμπορ Πάλφι, Νόρμπερτ Τανκό
Διάρκεια: 82’
Σινεμά «auter» μετά από καιρό. Χιλίων καρατίων. Ατόφιο, αινιγματικό, αυθεντικό. Πόσοι θα δουν άραγε το εξαιρετικό αυτό, μικρό το δέμας μεν, υψηλής καλλιτεχνικής στάθμης δε,φιλμ. Ελάχιστοι. Ας μη γελιόμαστε. Δεν ανήκει σε καμία καλά αμπαλαρισμένη φιλμική φανφάρα-κατασκευή του marketing. Απ’ τη ρακένδυτη Ρουμανία προερχόμενο της ακμάζουσας κνηματογραφίας. Με budget μόλις 30000 ευρώ.
Η Katalin εκδιωγμένη απ' τον σύζυγο της, όταν μαθαίνει ότι το παιδί τους δεν είναι δικό τους, παίρ-νει το γιο της και μ' ενα άλογο διασχίζει τα βουνά της Τρανσυλβανίας. Αναζητά τον πραγματικό πατέρα του, σκοπεύοντας να τον εκδικηθεί, καθώς είναι υπαίτιος για τη μελανότερη στιγμή της ζωής της. Το ντεμπούτο του Βρετανού Στρίκλαντ σφύζει από υγεία. Κινηματογραφική. Με ισχυρό όπλο την αφήγηση και τις συνιστώσες της: εξιστόρηση και εικονογράφηση. Με αρωγό το υποδειγματικής οικονομίας μοντάζ. Το πράσινο τοπίο της Τρανσυλβανίας παγιδεύεται από το φακό του Μαρκ Γκιόρι, γεμίζοντας επιβλητικά το πανί και κρατώντας μια απειλητική αοριστία στην εξέλιξη του φιλμ. Ο δημιουργός κινηματογραφεί μια σπουδή πάνω στο χρονικό ενός βιασμού και μιας αναπόφευκτης τιμωρίας. Με συνειδητή ασάφεια στις έννοιες θύτης και θύμα, σκαρώνει ένα σαρδόνιο παιχνίδι εναλλαγής στοιχείων δίνοντας την αίσθηση πως βρισκόμαστε σ’ άλλο αιώνα. Συνδέει έτσι την ανάγκη για τιμωρία με την πρωτόγονη φύση του ανθρώπου. Στο βουκολικό σκηνικό εκδίκησης, όπου ο σκηνοθέτης συναντά τον Ντοστογιέφσκι, δεν υπάρχουν ιδανικοί χαρακτήρες. Όλοι είμαστε υποχρεωμένοι να προστατεύσουμε τον εαυτό μας. Η Καταλίν προφασίζεται την αδικία που έχει διαπραχθεί εις βάρος της ως κίνητρο των πράξεων της. Βουτά στο χριστιανικό άλλοθι, απαραίτητο για να αυτοδικήσει ελεύθερα. Ο ατελής άνθρωπος από δω η παραδεισένια φύση από εκεί. Όλα θεϊκά δημιουργήματα. Ο βιασμός παρέκκλιση της φύσης. Η Καταλίν εκτελεί το θέλημα του Θεού. Αποκαθιστά την ισορροπία. Το τίμημα βαρύ. Πρέπει να πληρώσει γιατί παρέκκλινε. Μάθημα για ντόπια κινηματογραφικά μειράκια το καθηλωτικό 5λεπτο μονόπλανο μέσα σε μια βάρκα με την Κάταλιν να εξιστορεί στον βιαστή της και στην ανυποψίαστη γυναίκα του, το βιασμό της…
Αξιολόγηση: ****
(Π.Α.)
Παρασκευή 12 Μαρτίου 2010
Επικαιρότητα...5
Σινε-ματιές στον κόσμο από το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης
Για 12η χρονιά το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης γιορτάζει την απρόβλεπτη, σε διαρκή αναμόρφωση, τέχνη του ντοκιμαντέρ. Αισίως λοιπόν φτάσαμε στον αριθμό 12 για μια διοργάνωση, υπό τη μπαγκέτα του Δημήτρη Εϊπίδη, που αναζητά τις εικόνες της κοινωνικής, πολιτικής και πάνω από όλα ανθρώπινης πραγματικότητας του νέου αιώνα, που λειτουργούν ως εφαλτήριο για περιπετειώδεις κινηματογραφικές περιπλανήσεις. Από 12 έως 21 Μαρτίου σε 7 αίθουσες (2 στο Ολύμπιον, 4 στο Λιμάνι, 1 στο ΙΕΚ ΑΚΜΗ). Συνοδοιπόροι σε τούτη τη γιορτή των εικόνων, οι όποιοι ανήσυχοι θεατές που πληθαίνουν χρόνο με το χρόνο, γεγονός που αποδεικνύει, τόσο το αυξανόμενο ενδιαφέρον για τις ταινίες τεκμηρίωσης, όσο και την καθιέρωση του Φεστιβάλ στη συνείδηση επαγγελματιών και κοινού ως ένα απ’ τα σημαντικότερα του χώρου.
Η φετινή ευρηματική αφίσα του Φεστιβάλ (γεμάτη καρφιά) επιζητά να αναδείξει την ι-σχύ που διαθέτουν οι εικόνες, όταν κατορθώνουν να κινητοποιήσουν υπνωτισμένες συ-νειδήσεις και να διεισδύσουν σε θέματα ανέγγιχτα μέχρι σήμερα. Στο φετινό πολυσυλλε-κτικό μαραθώνιο των 189 ντοκιμαντέρ μπορεί να ταξιδέψει κανείς στις ποιητικές εικόνες του Κριστόφ Κισλόφσκι (μεγάλο αφιέρωμα στα ντοκιμαντέρ του σπουδαίου Πολωνού δημιουργού) και του Γιόρις Ίβενς (πλήρης ρετροσπεκτίβα στο έργο του Ολλανδού σκηνοθέτη), στο σύγχρονο πολωνικό ντοκιμαντέρ, στα νερά του Αιγαίου και των ανθρώπινων ιδιαιτεροτήτων του, σε «Αφρικανικές ιστορίες» για τον αγώνα επιβίωσης των λαών της, σε φιλμάκια για την άγνωστη Βόρεια Κορέα των 23 εκατομμυρίων. Οι «πρόκες» των εικόνων δε σταματούν μόνο εκεί. Σινεμά τεκμηρίωσης με «Οψεις του κόσμου» από την Κίνα έως την Αργεντινή και από τη Σιβηρία μέχρι την Κούβα, «Μικρές αφηγήσεις» για βιοτεχνίες μωρών στην Ινδία, «Παιδιά που δεν παίζουν», αφηγήσεις με «bi» νεαρούς στις ΗΠΑ, «Μπίζνες με αγόρια» στην Ασία, ιστορίες με εθισμένους Αφγανούς χρήστες ηρωίνης, μουσικά ντοκιμαντέρ, καταγγελίες αθλητικές. Και φυσικά η καθιερωμένη πλέ-ον ενότητα του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης – Εικόνες του 21ου Αιώνα, Αν-θρώπινα Δικαιώματα, η οποία πραγματοποιείται σε συνεργασία με την Διεθνή Αμνηστία.
Αλλά εκτός από ντοκιμαντέρ, στο κινηματογραφικό αυτό μωσαϊκό, χωράνε και συζητήσεις, ημερίδες και εργαστήρια. Με ελεύθερη είσοδο. Από τη συζήτηση για «Ηθικά διλήμματα στην ψηφιακή εποχή» και την ημερίδα για την πρόσφατη Παγκόσμια Διάσκεψη για το Περιβάλλον στην Κοπεγχάγη, μέχρι το 2ο ετήσιο διεθνές συνέδριο Ντοκιμαντέρ από το αντίστοιχο ευρωπαϊκό Δίκτυο και το ενδιαφέρον εργαστηριακό σεμινάριο για τη δημιουργία διαδραστικών ντοκιμαντέρ με τη χρήση του διαδικτύου. Επιπλέον οι καθιε-ρωμένες εκθέσεις φωτογραφίας, η ατομική του Νύσου Βασιλόπουλου στο Μουσείο Φω-τογραφίας και η συλλογική «Με το βλέμμα στον κόσμο» σε συνεργασία με το κολέγιο Ανατόλια. Ξεχωριστή θέση κατέχουν οι παιδικές προβολές για μαθητές Α’ & Β’ θμιας εκπαίδευσης (ελεύθερη είσοδο) και το πάρτι με τον Γιάννη Αγγελάκα.
(Π.Α.)- www.forfree.gr/thess/
Για 12η χρονιά το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης γιορτάζει την απρόβλεπτη, σε διαρκή αναμόρφωση, τέχνη του ντοκιμαντέρ. Αισίως λοιπόν φτάσαμε στον αριθμό 12 για μια διοργάνωση, υπό τη μπαγκέτα του Δημήτρη Εϊπίδη, που αναζητά τις εικόνες της κοινωνικής, πολιτικής και πάνω από όλα ανθρώπινης πραγματικότητας του νέου αιώνα, που λειτουργούν ως εφαλτήριο για περιπετειώδεις κινηματογραφικές περιπλανήσεις. Από 12 έως 21 Μαρτίου σε 7 αίθουσες (2 στο Ολύμπιον, 4 στο Λιμάνι, 1 στο ΙΕΚ ΑΚΜΗ). Συνοδοιπόροι σε τούτη τη γιορτή των εικόνων, οι όποιοι ανήσυχοι θεατές που πληθαίνουν χρόνο με το χρόνο, γεγονός που αποδεικνύει, τόσο το αυξανόμενο ενδιαφέρον για τις ταινίες τεκμηρίωσης, όσο και την καθιέρωση του Φεστιβάλ στη συνείδηση επαγγελματιών και κοινού ως ένα απ’ τα σημαντικότερα του χώρου.
Η φετινή ευρηματική αφίσα του Φεστιβάλ (γεμάτη καρφιά) επιζητά να αναδείξει την ι-σχύ που διαθέτουν οι εικόνες, όταν κατορθώνουν να κινητοποιήσουν υπνωτισμένες συ-νειδήσεις και να διεισδύσουν σε θέματα ανέγγιχτα μέχρι σήμερα. Στο φετινό πολυσυλλε-κτικό μαραθώνιο των 189 ντοκιμαντέρ μπορεί να ταξιδέψει κανείς στις ποιητικές εικόνες του Κριστόφ Κισλόφσκι (μεγάλο αφιέρωμα στα ντοκιμαντέρ του σπουδαίου Πολωνού δημιουργού) και του Γιόρις Ίβενς (πλήρης ρετροσπεκτίβα στο έργο του Ολλανδού σκηνοθέτη), στο σύγχρονο πολωνικό ντοκιμαντέρ, στα νερά του Αιγαίου και των ανθρώπινων ιδιαιτεροτήτων του, σε «Αφρικανικές ιστορίες» για τον αγώνα επιβίωσης των λαών της, σε φιλμάκια για την άγνωστη Βόρεια Κορέα των 23 εκατομμυρίων. Οι «πρόκες» των εικόνων δε σταματούν μόνο εκεί. Σινεμά τεκμηρίωσης με «Οψεις του κόσμου» από την Κίνα έως την Αργεντινή και από τη Σιβηρία μέχρι την Κούβα, «Μικρές αφηγήσεις» για βιοτεχνίες μωρών στην Ινδία, «Παιδιά που δεν παίζουν», αφηγήσεις με «bi» νεαρούς στις ΗΠΑ, «Μπίζνες με αγόρια» στην Ασία, ιστορίες με εθισμένους Αφγανούς χρήστες ηρωίνης, μουσικά ντοκιμαντέρ, καταγγελίες αθλητικές. Και φυσικά η καθιερωμένη πλέ-ον ενότητα του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης – Εικόνες του 21ου Αιώνα, Αν-θρώπινα Δικαιώματα, η οποία πραγματοποιείται σε συνεργασία με την Διεθνή Αμνηστία.
Αλλά εκτός από ντοκιμαντέρ, στο κινηματογραφικό αυτό μωσαϊκό, χωράνε και συζητήσεις, ημερίδες και εργαστήρια. Με ελεύθερη είσοδο. Από τη συζήτηση για «Ηθικά διλήμματα στην ψηφιακή εποχή» και την ημερίδα για την πρόσφατη Παγκόσμια Διάσκεψη για το Περιβάλλον στην Κοπεγχάγη, μέχρι το 2ο ετήσιο διεθνές συνέδριο Ντοκιμαντέρ από το αντίστοιχο ευρωπαϊκό Δίκτυο και το ενδιαφέρον εργαστηριακό σεμινάριο για τη δημιουργία διαδραστικών ντοκιμαντέρ με τη χρήση του διαδικτύου. Επιπλέον οι καθιε-ρωμένες εκθέσεις φωτογραφίας, η ατομική του Νύσου Βασιλόπουλου στο Μουσείο Φω-τογραφίας και η συλλογική «Με το βλέμμα στον κόσμο» σε συνεργασία με το κολέγιο Ανατόλια. Ξεχωριστή θέση κατέχουν οι παιδικές προβολές για μαθητές Α’ & Β’ θμιας εκπαίδευσης (ελεύθερη είσοδο) και το πάρτι με τον Γιάννη Αγγελάκα.
(Π.Α.)- www.forfree.gr/thess/
Κριτική Ταινιών Πρώτης Προβολής...11
ΜΟΝΑΚΡΙΒΗ
(PRECIOUS)
Σκηνοθεσία: Λι Ντάνιελς
Παίζουν: Γκαμπόρεϊ "Γκάμπι" Σιντίμπε, Μονίκ, Πόλα Πάτον
Διάρκεια: 99’
Το “Precious” του Λι Ντάνιελς, με δύο Όσκαρ στην τσέπη του (Β΄ γυναικείου ρόλου και δια-σκευασμένου σεναρίου) ανέδειξε για μια ακόμη φορά, χτυπητές αδυναμίες που πλήττουν ταινίες που έχουν σαν πρώτη ύλη διηγήματα ρεαλιστικού προφίλ. Υπέρβαρη και προβληματική κοπέλα, έγκυος στο δεύτερο παιδί της, ζει με τη βίαιη μητέρα της. Στα 16 της μαθαίνει γραφή και ανάγνωση σε σχολείο ειδικού τύπου και ένας καινούργιος κόσμος ανοίγεται μπροστά της…
Υπάρχει κάποιος που δε μπορεί να μαντέψει τη συνέχεια? Δυναμική καθηγήτρια-μέντοράς της- την κάνει να πιστέψει στις δυνάμεις της. Πόσες φορές δεν έχουμε δει κατατρεγμένο από τη μοίρα κορίτσι, που έχουν πέσει πάνω του όλες οι πληγές του κόσμου να βρίσκει ως διέξοδο το σχολείο και ως δια μαγείας τα προβλήματά της να εξαφανίζονται…Ρηχό και μονοδιάστατο το “Precious”. Ένα σκληρό κοινωνικό δράμα με τηλεοπτική σκηνοθεσία και ακαδημαϊκή προσέγγιση. Και ένα σωρό ζητήματα που ξεκλειδώνονται μεν, ουδέποτε όμως αγγίζονται σε βά-θος. Συνεχώς στο φόντο να ξεθωριάζουν. Ενδοοικογενειακή βία, ανύπαρκτη κοινωνική πρόνοια, γκετοποίηση. Θέλετε και άλλα? Τηλεοπτική αλλοτρίωση (βγάζω το καπέλο στη σκηνή αχαλίνωτης φαντασίας με τις μάνα και κόρη να παρακολουθούν τις «Δυο Γυναίκες» του Ντε Σίκα…), επιπτώσεις junk food, εγκληματικότητα, βία, αναλφαβητισμός, ανεργία. Τα είδατε πουθενά στο φιλμ? Μόνο την αύρα τους. Ο σκηνοθέτης με ηθικοπλαστικά μηνύματα και εύκολα συμπεράσματα περί κοινωνικής περιθωριοποίησης μετατρέπει το φιλμ σε ένα εθιστικό reality, που χαϊδεύει τις τύψεις του θεατή και τον εκβιάζει συναισθηματικά με μια σειρά από βίαιες σκηνές. Κρίμα γιατί πάνε στράφι οι έξοχα στυλιζαρισμένες σκηνές βίας στο εσωτερικό του σπιτιού. Ο ρυθμός σαν τραγούδι funk που συνοδεύει ολάκερο το φιλμ. Η κοκκώδης φωτογραφία. Η δεξιοτεχνική αρχική σκηνή του βιασμού με το παράλληλο μοντάζ σε ονειρικό κόκ-κινο χαλί του Παραδείσου. Επιτέλους ας δούμε μια φορά μια ιστορία όπου η ελπίδα θα απουσιάζει παντελώς διότι αυτό συμβαίνει στην πραγματική ζωή…
Αξιολόγηση: **
(Π.Α.)
(PRECIOUS)
Σκηνοθεσία: Λι Ντάνιελς
Παίζουν: Γκαμπόρεϊ "Γκάμπι" Σιντίμπε, Μονίκ, Πόλα Πάτον
Διάρκεια: 99’
Το “Precious” του Λι Ντάνιελς, με δύο Όσκαρ στην τσέπη του (Β΄ γυναικείου ρόλου και δια-σκευασμένου σεναρίου) ανέδειξε για μια ακόμη φορά, χτυπητές αδυναμίες που πλήττουν ταινίες που έχουν σαν πρώτη ύλη διηγήματα ρεαλιστικού προφίλ. Υπέρβαρη και προβληματική κοπέλα, έγκυος στο δεύτερο παιδί της, ζει με τη βίαιη μητέρα της. Στα 16 της μαθαίνει γραφή και ανάγνωση σε σχολείο ειδικού τύπου και ένας καινούργιος κόσμος ανοίγεται μπροστά της…
Υπάρχει κάποιος που δε μπορεί να μαντέψει τη συνέχεια? Δυναμική καθηγήτρια-μέντοράς της- την κάνει να πιστέψει στις δυνάμεις της. Πόσες φορές δεν έχουμε δει κατατρεγμένο από τη μοίρα κορίτσι, που έχουν πέσει πάνω του όλες οι πληγές του κόσμου να βρίσκει ως διέξοδο το σχολείο και ως δια μαγείας τα προβλήματά της να εξαφανίζονται…Ρηχό και μονοδιάστατο το “Precious”. Ένα σκληρό κοινωνικό δράμα με τηλεοπτική σκηνοθεσία και ακαδημαϊκή προσέγγιση. Και ένα σωρό ζητήματα που ξεκλειδώνονται μεν, ουδέποτε όμως αγγίζονται σε βά-θος. Συνεχώς στο φόντο να ξεθωριάζουν. Ενδοοικογενειακή βία, ανύπαρκτη κοινωνική πρόνοια, γκετοποίηση. Θέλετε και άλλα? Τηλεοπτική αλλοτρίωση (βγάζω το καπέλο στη σκηνή αχαλίνωτης φαντασίας με τις μάνα και κόρη να παρακολουθούν τις «Δυο Γυναίκες» του Ντε Σίκα…), επιπτώσεις junk food, εγκληματικότητα, βία, αναλφαβητισμός, ανεργία. Τα είδατε πουθενά στο φιλμ? Μόνο την αύρα τους. Ο σκηνοθέτης με ηθικοπλαστικά μηνύματα και εύκολα συμπεράσματα περί κοινωνικής περιθωριοποίησης μετατρέπει το φιλμ σε ένα εθιστικό reality, που χαϊδεύει τις τύψεις του θεατή και τον εκβιάζει συναισθηματικά με μια σειρά από βίαιες σκηνές. Κρίμα γιατί πάνε στράφι οι έξοχα στυλιζαρισμένες σκηνές βίας στο εσωτερικό του σπιτιού. Ο ρυθμός σαν τραγούδι funk που συνοδεύει ολάκερο το φιλμ. Η κοκκώδης φωτογραφία. Η δεξιοτεχνική αρχική σκηνή του βιασμού με το παράλληλο μοντάζ σε ονειρικό κόκ-κινο χαλί του Παραδείσου. Επιτέλους ας δούμε μια φορά μια ιστορία όπου η ελπίδα θα απουσιάζει παντελώς διότι αυτό συμβαίνει στην πραγματική ζωή…
Αξιολόγηση: **
(Π.Α.)
Σάββατο 6 Μαρτίου 2010
Κριτική Ταινιών Πρώτης Προβολής...10
ΤΟ ΚΟΥΤΙ
(THE BOX)
Σκηνοθεσία: Ρίτσαρντ Κέλι
Παίζουν: Κάμερον Ντίαζ, Τζέιμς Μάρσντεν, Φρανκ Λαντζέλα
Διάρκεια: 115’
Ενίοτε, η εγγενής ασθένεια της εγχώριας κινηματογραφικής παραγωγής να τεντώνει δηλαδή τις σελίδες ενός σεναρίου, πλήττει και ξένους δημιουργούς που τα πρώτα τους βήματα ήταν ενθαρρυντικά. Ο Αμερικανός Ρίτσαρντ Κέλι με το “Donnie Darko”, το 2001 είχε δημιουργήσει πάταγο. Το προπέρσινο “Southland Tales” ήρθε να επιτείνει την αγωνία για τη συνέχεια. Δυστυχώς με το φετινό, «Το Κουτί» ρίχνει τον πήχη. Διότι, ο επηρεασμένος από την κοσμοθεωρία του Οργουελικού "1984" σκηνοθέτης, έπεσε στην παγίδα να απλώσει τόσο πολύ το τεσσάρων σελίδων διήγημα «Button, Button» του Ρ. Μάθεσον, ώστε να το χωρέσει σε μια μεγάλου μήκους ταινία. Εξηγούμαι. Το sci fi ετούτο πόνημα είναι ένα φιλμ σε συσκευασία τριών. Προς Θεού. Δεν είναι τόσο πυκνό όσο φαίνεται. Απλά ο Κέλι διαχέει πανέξυπνα, αν και αμήχανα, την προσοχή των θεατών σε θέματα που συχνά φαίνονται σαν από άλλο φιλμ. Όταν όμως στερεύει η πρώτη ύλη του και αρχίζει τις επεξηγήσεις, τότε «Το Κουτί» τυλίγεται από υπερβολές μελοδραματικές.
Η Νόρμα και ο Άρθουρ είναι ένα μέσο ζευγάρι της διπλανής πόρτας με τυπικές φιλοδοξίες. Εργατικοί και στοργικοί ζουν την καθημερινότητά τους. Λαμβάνουν ένα ξύλινο κουτί που τους χαρίζει 1000000 € με το πάτημα ενός κουμπιού. «Το Κουτί» οργανώνεται πάνω στο ερώτημα: “Τι θα έκανες αν είχες την ευκαιρία να αποκτήσεις τεράστιο πλούτο, με αντίτιμο όμως μια ανθρώπινη ζωή;”. Eπί τάπητος τα περί των αληθινών αξιών της ζωής. Κοινότυπο και αφελές. Η άπληστη ανθρώπινη φύση στο ικρίωμα. Η ακεραιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης έρχεται σε σύγκρουση με το πάθος απόκτησης υλικών αγαθών. Ο δημιουργός βουτά τόσο στα αμερικανικά b-movie των ’50 με το ψυχροπολεμικό κλίμα, όσο και στην ατμόσφαιρα της παλιάς αυθεντικής επιστημονικής φαντασίας με την υποβλητική μουσική. Παρατηρεί τη συνωμοσιολογία μέσα από θεολογικό πλαίσιο και μεταφυσικά πινελιές. Αξιοσημείωτη η ερμηνεία, αλά "Φάντασμα της 'Οπερας", του Φρανκ Λαντζέλα σε ένα ρόλο «μικρό» αλλά με τεράστιο βάθος στον "κακό" χαρακτήρα που υποδύεται.
Αξιολόγηση: **
(Π.Α.)
(THE BOX)
Σκηνοθεσία: Ρίτσαρντ Κέλι
Παίζουν: Κάμερον Ντίαζ, Τζέιμς Μάρσντεν, Φρανκ Λαντζέλα
Διάρκεια: 115’
Ενίοτε, η εγγενής ασθένεια της εγχώριας κινηματογραφικής παραγωγής να τεντώνει δηλαδή τις σελίδες ενός σεναρίου, πλήττει και ξένους δημιουργούς που τα πρώτα τους βήματα ήταν ενθαρρυντικά. Ο Αμερικανός Ρίτσαρντ Κέλι με το “Donnie Darko”, το 2001 είχε δημιουργήσει πάταγο. Το προπέρσινο “Southland Tales” ήρθε να επιτείνει την αγωνία για τη συνέχεια. Δυστυχώς με το φετινό, «Το Κουτί» ρίχνει τον πήχη. Διότι, ο επηρεασμένος από την κοσμοθεωρία του Οργουελικού "1984" σκηνοθέτης, έπεσε στην παγίδα να απλώσει τόσο πολύ το τεσσάρων σελίδων διήγημα «Button, Button» του Ρ. Μάθεσον, ώστε να το χωρέσει σε μια μεγάλου μήκους ταινία. Εξηγούμαι. Το sci fi ετούτο πόνημα είναι ένα φιλμ σε συσκευασία τριών. Προς Θεού. Δεν είναι τόσο πυκνό όσο φαίνεται. Απλά ο Κέλι διαχέει πανέξυπνα, αν και αμήχανα, την προσοχή των θεατών σε θέματα που συχνά φαίνονται σαν από άλλο φιλμ. Όταν όμως στερεύει η πρώτη ύλη του και αρχίζει τις επεξηγήσεις, τότε «Το Κουτί» τυλίγεται από υπερβολές μελοδραματικές.
Η Νόρμα και ο Άρθουρ είναι ένα μέσο ζευγάρι της διπλανής πόρτας με τυπικές φιλοδοξίες. Εργατικοί και στοργικοί ζουν την καθημερινότητά τους. Λαμβάνουν ένα ξύλινο κουτί που τους χαρίζει 1000000 € με το πάτημα ενός κουμπιού. «Το Κουτί» οργανώνεται πάνω στο ερώτημα: “Τι θα έκανες αν είχες την ευκαιρία να αποκτήσεις τεράστιο πλούτο, με αντίτιμο όμως μια ανθρώπινη ζωή;”. Eπί τάπητος τα περί των αληθινών αξιών της ζωής. Κοινότυπο και αφελές. Η άπληστη ανθρώπινη φύση στο ικρίωμα. Η ακεραιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης έρχεται σε σύγκρουση με το πάθος απόκτησης υλικών αγαθών. Ο δημιουργός βουτά τόσο στα αμερικανικά b-movie των ’50 με το ψυχροπολεμικό κλίμα, όσο και στην ατμόσφαιρα της παλιάς αυθεντικής επιστημονικής φαντασίας με την υποβλητική μουσική. Παρατηρεί τη συνωμοσιολογία μέσα από θεολογικό πλαίσιο και μεταφυσικά πινελιές. Αξιοσημείωτη η ερμηνεία, αλά "Φάντασμα της 'Οπερας", του Φρανκ Λαντζέλα σε ένα ρόλο «μικρό» αλλά με τεράστιο βάθος στον "κακό" χαρακτήρα που υποδύεται.
Αξιολόγηση: **
(Π.Α.)
Επικαιρότητα...4
Λένα Πλάτωνος-"Σαμποτάζ" στο Stage στη Θεσ/νικη (10/2/2010)
Εντάξει δεν άπτεται και τόσο της επικαιρότητας, αλλά μια ζωντανή εμφάνιση της Λένας Πλάτωνος μετά από...αιώνες σίγουρα αποτελεί instant classic.Μετά από δυο δεκαετίες απουσίας, ένα τέτοιο ζωντανό γεγονός δε θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητο.Σαμποτάζ 2010 σε μια επανορχηστρωμένη εκδοχή από μια αναγεννημένη Λένα να παλεύει ακόμη με τα παλιά δαιμόνια.Ο χώρος του Stage μεγάλος,με άποψη καλαίσθητη και με φωτισμό σούπερ ντούπερ.Ό,τι πρέπει για συναυλίες...ουπς τελετές μυσταγωγικές όπως της Λένας.Αυτή στο πιάνο. Η σύνθεση της ομάδας η εξής:πλήκτρα ο Τσιρλιάγκος,κιθάρα ο Σπηλιωτόπουλος ,ντράμς ο Τσίκο,μπάσο ο Βλαστούρ.Και φυσικά η "κατάλευκη" Σαβίνα Γιαννάτου και ο αεικίνητος Γιάννης Παλαμίδας.
Το πρώτο μέρος ένα ταξίδι σε όλες τις δισκογραφικές δουλειές της,από τις μελοποιήσεις Καρυωτάκη,μέχρι τα Λεπιδόπτερα και από εκεί στο Γκάλοπ και στα πρόσφατα Ημερολόγια.Ενορχηστρώσεις εμπνευσμένες,με ηλεκτρονικά και ακουστικά μπλιμπλίκια,με ρυθμό αραχνούφαντο όσο χρειάζεται χαμηλότονο για να κλιμακωθεί σε ένα ΣΑΠΤΟΤΑΖ στο δεύτερο μέρος.Το μονάκριβο πρωτοποριακό Magnus Opus αυτού του σετ δε θα μπορούσε να είναι άλλο από το "Τι νέα ψιψίνα".Δόνηση ιερή,φάρμακο για τα αισθητικά συντρίμμια της νεοελληνικής κακογουστιάς.Εν έτει 1985...
Του συστήματος η συστολή και η διαστολή
συχνά μας έχει εγκαταλείψει
σ’ ένα σταθμό με μια βαλίτσα
που όμως μέσα της υπάρχει
η κόκκινη καρφίτσα
που σύντομα θα σπάσει
του σύμπαντος την πλαστική στολή
Και μετά:
Κι αν αντί για το τρένο εκτροχιαστούμε εμείς
ας πούμε πως ακόμα για μας είναι νωρίς
Ίσως να'ρθουν άλλα παιδιά
με μάτια λέιζερ και μαλλιά τιρκουάζ
και να κάνουνε ΣΑΜΠΟΤΑΖ!
Οι ρυθμοί ανέβηκαν και το post romance μιας άλλης εποχής διορατικής ακόμη και σήμερα,συνάντησε ωσάν υψιπετή όραμα και επαναστατικό μανιφέστο ουχί γλυκανάλατο αλλά τολμηρό και αιμοβόρο,το σουρεαλισμό και τη ψυχεδέλεια."Πτήση 201" μας είπαν και ότι "Θα συναντηθούμε στο σαλούν" πριν εκτοξευθούμε στον "Αστερισμό του πιγκουίνου".Ο Παλαμίδας τα έδωσε όλα κι η Σαβίνα αιθέρια με λαρυγγισμούς ολκής.Και μετά με μια "Γαλάζια Κιθάρα" και "Τα μαγικά μπλουτζήν" ήρθε η ώρα να σιγοψιθυρίσουμε το αέναο,σοφό, συναισθηματικά σμπαραλιασμένο "Κοπερτί".Με τη Λένα εμφανώς συγκινημένη στο πιάνο και τον Παλαμίδα να κλαίει σχεδόν."Χίλιες και μία νύχτες σινεμά" ήταν ετούτη η τελετή με άγγιγμα μαγικό ικανό να σε εκσφενδονίσει μακρυά,για λίγο έστω,από την καθημερινότητα.
Μυσταγωγία μικρού βεληνηκούς μεγάλων απολαύσεων
(Π.Α.)
Εντάξει δεν άπτεται και τόσο της επικαιρότητας, αλλά μια ζωντανή εμφάνιση της Λένας Πλάτωνος μετά από...αιώνες σίγουρα αποτελεί instant classic.Μετά από δυο δεκαετίες απουσίας, ένα τέτοιο ζωντανό γεγονός δε θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητο.Σαμποτάζ 2010 σε μια επανορχηστρωμένη εκδοχή από μια αναγεννημένη Λένα να παλεύει ακόμη με τα παλιά δαιμόνια.Ο χώρος του Stage μεγάλος,με άποψη καλαίσθητη και με φωτισμό σούπερ ντούπερ.Ό,τι πρέπει για συναυλίες...ουπς τελετές μυσταγωγικές όπως της Λένας.Αυτή στο πιάνο. Η σύνθεση της ομάδας η εξής:πλήκτρα ο Τσιρλιάγκος,κιθάρα ο Σπηλιωτόπουλος ,ντράμς ο Τσίκο,μπάσο ο Βλαστούρ.Και φυσικά η "κατάλευκη" Σαβίνα Γιαννάτου και ο αεικίνητος Γιάννης Παλαμίδας.
Το πρώτο μέρος ένα ταξίδι σε όλες τις δισκογραφικές δουλειές της,από τις μελοποιήσεις Καρυωτάκη,μέχρι τα Λεπιδόπτερα και από εκεί στο Γκάλοπ και στα πρόσφατα Ημερολόγια.Ενορχηστρώσεις εμπνευσμένες,με ηλεκτρονικά και ακουστικά μπλιμπλίκια,με ρυθμό αραχνούφαντο όσο χρειάζεται χαμηλότονο για να κλιμακωθεί σε ένα ΣΑΠΤΟΤΑΖ στο δεύτερο μέρος.Το μονάκριβο πρωτοποριακό Magnus Opus αυτού του σετ δε θα μπορούσε να είναι άλλο από το "Τι νέα ψιψίνα".Δόνηση ιερή,φάρμακο για τα αισθητικά συντρίμμια της νεοελληνικής κακογουστιάς.Εν έτει 1985...
Του συστήματος η συστολή και η διαστολή
συχνά μας έχει εγκαταλείψει
σ’ ένα σταθμό με μια βαλίτσα
που όμως μέσα της υπάρχει
η κόκκινη καρφίτσα
που σύντομα θα σπάσει
του σύμπαντος την πλαστική στολή
Και μετά:
Κι αν αντί για το τρένο εκτροχιαστούμε εμείς
ας πούμε πως ακόμα για μας είναι νωρίς
Ίσως να'ρθουν άλλα παιδιά
με μάτια λέιζερ και μαλλιά τιρκουάζ
και να κάνουνε ΣΑΜΠΟΤΑΖ!
Οι ρυθμοί ανέβηκαν και το post romance μιας άλλης εποχής διορατικής ακόμη και σήμερα,συνάντησε ωσάν υψιπετή όραμα και επαναστατικό μανιφέστο ουχί γλυκανάλατο αλλά τολμηρό και αιμοβόρο,το σουρεαλισμό και τη ψυχεδέλεια."Πτήση 201" μας είπαν και ότι "Θα συναντηθούμε στο σαλούν" πριν εκτοξευθούμε στον "Αστερισμό του πιγκουίνου".Ο Παλαμίδας τα έδωσε όλα κι η Σαβίνα αιθέρια με λαρυγγισμούς ολκής.Και μετά με μια "Γαλάζια Κιθάρα" και "Τα μαγικά μπλουτζήν" ήρθε η ώρα να σιγοψιθυρίσουμε το αέναο,σοφό, συναισθηματικά σμπαραλιασμένο "Κοπερτί".Με τη Λένα εμφανώς συγκινημένη στο πιάνο και τον Παλαμίδα να κλαίει σχεδόν."Χίλιες και μία νύχτες σινεμά" ήταν ετούτη η τελετή με άγγιγμα μαγικό ικανό να σε εκσφενδονίσει μακρυά,για λίγο έστω,από την καθημερινότητα.
Μυσταγωγία μικρού βεληνηκούς μεγάλων απολαύσεων
(Π.Α.)
Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2010
Κριτική Ταινιών Πρώτης Προβολής...9
ΑΝΙΚΗΤΟΣ
INVICTUS
Σκηνοθεσία: Κλιντ Ίστγουντ
Παίζουν: Ματ Ντέιμον, Μόργκαν Φρίμαν
Διάρκεια: 129’
Ο θαλερός Κλιντ Ίστγουντ, στον «Ανίκητο», αφηγείται την πολιτική «συμφιλίωσης» που επέλεξε ο Νέλσον Μαντέλα, ανάμεσα στη «λευκή» μειοψηφία και τη «μαύρη» πλειοψηφία. Βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα το στόρυ μιλά για την πολιτική επιλογή του νέου ηγέτη της χώρας να καταστήσει την ομάδα ράγκμπι του προηγούμενου καθεστώτος, έμβλημα της εθνικής ενότητας των δύο φυλών και τελικά αυτή να φτάσει μέχρι την κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου.
Πολιτική σε γήπεδο ράγκμπι λοιπόν. Το τρίγωνο πολιτικής-δημοσίων σχέσεων-επικοινωνιακού παιχνιδιού θριαμβεύει. Εκεί που η πολιτική τα βρίσκει σκούρα, ο αθλητισμός τα καταφέρνει. Κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί πως είναι δυνατόν ένας ηγέτης (ένας ασάλευτος Μόργκαν Φρίμαν σε ένα ρόλο τύπου μπες βγες…) να επιλύει, έστω και βραχυπρόθεσμα, προβλήματα όπως η εγκληματικότητα, η ανέχεια και ο αλληλοσπαραγμός δύο εχθρικών στρατοπέδων, με σύμμαχο μια στρογγυλή θεά… Εδώ το πρώτο φάουλ του δημιουργού. Το ιδεολογικό. Ουμανισμός και ιδεαλισμός χωρίς στέρεο οικοδόμημα. Η φιλοσοφική διάθεση και η υπαρξιακού τύπου διαλεκτική, οδηγούν ευτυχώς σε ισοπαλία…Το δεύτερο φάλτσο καθαρά κινηματογραφικό. Ο Ίστγουντ αφηγείται υποδειγματικό το υλικό που έχει, αλλά αυτό δεν αρκεί. Ελάχιστη η δραματουργία. Η λύση ενός «καθαρού» biopic ή ενός sports movie θα ήταν ιδανικές. Μπαινοβγαίνοντας, έστω επιδέξια, στα δύο κινηματογραφικά είδη, αποπροσανατολίζει. Οι αργοί ρυθμοί απαιτούν υπομονή που δεν έρχεται από τις μακροσκελείς σεκανς αγώνων. Η έλλειψη ανατροπών στην πλοκή, έρχεται να αποτελειώσει μια άγευστη αφήγηση-ρεπορτάζ με αρκετές συναισθηματικές ευκολίες. Κρίμα γιατί ο χειρισμός της σχέσης ανάμεσα στους λευκούς και στους μαύρους σεκιούριτι, οι οποίοι από εχθροί γίνονται φίλοι, διδάσκει χειρισμό και ψυχολογική ανάλυση χαρακτήρων. Η κάλυψη του τελικού χωρίς λόγια, μόνο με τις φωνές του πλήθους και φυσικούς ήχους απ’ τον αγωνιστικό χώρο είναι ένα παράδειγμα οξύνοιας κινηματογραφικής και τελειότητας τεχικής. Ουδείς ανίκητος…
Αξιολόγηση: **
(Π.Α.)
INVICTUS
Σκηνοθεσία: Κλιντ Ίστγουντ
Παίζουν: Ματ Ντέιμον, Μόργκαν Φρίμαν
Διάρκεια: 129’
Ο θαλερός Κλιντ Ίστγουντ, στον «Ανίκητο», αφηγείται την πολιτική «συμφιλίωσης» που επέλεξε ο Νέλσον Μαντέλα, ανάμεσα στη «λευκή» μειοψηφία και τη «μαύρη» πλειοψηφία. Βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα το στόρυ μιλά για την πολιτική επιλογή του νέου ηγέτη της χώρας να καταστήσει την ομάδα ράγκμπι του προηγούμενου καθεστώτος, έμβλημα της εθνικής ενότητας των δύο φυλών και τελικά αυτή να φτάσει μέχρι την κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου.
Πολιτική σε γήπεδο ράγκμπι λοιπόν. Το τρίγωνο πολιτικής-δημοσίων σχέσεων-επικοινωνιακού παιχνιδιού θριαμβεύει. Εκεί που η πολιτική τα βρίσκει σκούρα, ο αθλητισμός τα καταφέρνει. Κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί πως είναι δυνατόν ένας ηγέτης (ένας ασάλευτος Μόργκαν Φρίμαν σε ένα ρόλο τύπου μπες βγες…) να επιλύει, έστω και βραχυπρόθεσμα, προβλήματα όπως η εγκληματικότητα, η ανέχεια και ο αλληλοσπαραγμός δύο εχθρικών στρατοπέδων, με σύμμαχο μια στρογγυλή θεά… Εδώ το πρώτο φάουλ του δημιουργού. Το ιδεολογικό. Ουμανισμός και ιδεαλισμός χωρίς στέρεο οικοδόμημα. Η φιλοσοφική διάθεση και η υπαρξιακού τύπου διαλεκτική, οδηγούν ευτυχώς σε ισοπαλία…Το δεύτερο φάλτσο καθαρά κινηματογραφικό. Ο Ίστγουντ αφηγείται υποδειγματικό το υλικό που έχει, αλλά αυτό δεν αρκεί. Ελάχιστη η δραματουργία. Η λύση ενός «καθαρού» biopic ή ενός sports movie θα ήταν ιδανικές. Μπαινοβγαίνοντας, έστω επιδέξια, στα δύο κινηματογραφικά είδη, αποπροσανατολίζει. Οι αργοί ρυθμοί απαιτούν υπομονή που δεν έρχεται από τις μακροσκελείς σεκανς αγώνων. Η έλλειψη ανατροπών στην πλοκή, έρχεται να αποτελειώσει μια άγευστη αφήγηση-ρεπορτάζ με αρκετές συναισθηματικές ευκολίες. Κρίμα γιατί ο χειρισμός της σχέσης ανάμεσα στους λευκούς και στους μαύρους σεκιούριτι, οι οποίοι από εχθροί γίνονται φίλοι, διδάσκει χειρισμό και ψυχολογική ανάλυση χαρακτήρων. Η κάλυψη του τελικού χωρίς λόγια, μόνο με τις φωνές του πλήθους και φυσικούς ήχους απ’ τον αγωνιστικό χώρο είναι ένα παράδειγμα οξύνοιας κινηματογραφικής και τελειότητας τεχικής. Ουδείς ανίκητος…
Αξιολόγηση: **
(Π.Α.)
Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2010
Επικαιρότητα...3
Με μεγάλη επιτυχία πραγματοποιήθηκαν την Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2010 τα εγκαίνια της έκθεσης ζωγραφικής της Νάντιας Χατζημητράγκα με τίτλο “Eyesland”. Τα εγκαίνια έλαβαν χώρα στο ισόγειο και στον όροφο του φιλόξενου πολιτιστικού καφενείου Art Café. Στη ζεστή βραδιά που ακολούθησε, έδωσαν το παρόν πλήθος φίλων και θαμώνων του Art Café, οι οποίοι είχαν την ευκαιρία να θαυμάσουν από κοντά και να περιηγηθούν στην άκρως ενδιαφέρουσα έκθεση της καλλιτέχνιδας που περιλαμβάνει 11 χαρακτηριστικά έργα σε καμβά και λάδι από τη θεματική ενότητα «Γυναικεία Πορτρέτα». Πίνακες που φιλοτεχνήθηκαν κυρίως τα τελευταία 2-3 χρόνια. Η έκθεση θα διαρκέσει όλο το Φεβρουάριο καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας.
Σύντομο βιογραφικό :
Η Νάντια Χατζημητράγκα γεννήθηκε στον Κρόκο Κοζάνης. Της αρέσει να ζωγραφίζει και να ανακατεύει χρώματα. Συχνά ζωγραφίζει γυναικεία πορτραίτα με μεγάλα μάτια και μικρά στόματα. Η Νάντια έχει μεγάλα μάτια. Σκέφτεται χρωματιστά και ασπρόμαυρα, απλά και περίπλοκα, καμιά φορά καθόλου και τίποτα. Θέλει να ταξιδέψει στην Ισλανδία και να δει τα ηφαίστεια. Πέρασε τέσσερα χρόνια στις ΗΠΑ μαθαίνοντας να σχεδιάζει σπίτια. Και ένα χρόνο στο Ρόττερνταμ, όπου έκανε πολλές βόλτες με ποδήλατο και έμαθε να σχεδιάζει πόλεις. Και παρά τα σπίτια και τις πόλεις, η Νάντια επιμένει να σχεδιάζει γυναικεία πορτραίτα. Φοβάται τη γρίπη και σιχαίνεται όποιον φτερνίζεται χωρίς να βάλει το χέρι μπροστά.
Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2010
Επικαιρότητα...2
Στο πολιτιστικό καφενείο "Art Café" από την Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2010 λειτουργεί η έκθεση ζωγραφικής της Νάντιας Χατζημητράγκα με τίτλο “Eyesland”, η οποία περιλαμβάνει 11 χαρακτηριστικά έργα, σε καμβά και λάδι, από τη θεματική ενότητα «Γυναικεία Πορτρέτα». Η έκθεση θα διαρκέσει όλο το Φεβρουάριο καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας.
Σύντομο βιογραφικό :
Η Νάντια Χατζημητράγκα γεννήθηκε στον Κρόκο Κοζάνης. Της αρέσει να ζωγραφίζει και να ανακατεύει χρώματα. Συχνά ζωγραφίζει γυναικεία πορτραίτα με μεγάλα μάτια και μικρά στόματα. Η Νάντια έχει μεγάλα μάτια. Σκέφτεται χρωματιστά και ασπρόμαυρα, απλά και περίπλοκα, καμιά φορά καθόλου και τίποτα. Θέλει να ταξιδέψει στην Ισλανδία και να δει τα ηφαίστεια. Πέρασε τέσσερα χρόνια στις ΗΠΑ μαθαίνοντας να σχεδιάζει σπίτια. Και ένα χρόνο στο Ρόττερνταμ, όπου έκανε πολλές βόλτες με ποδήλατο και έμαθε να σχεδιάζει πόλεις. Και παρά τα σπίτια και τις πόλεις, η Νάντια επιμένει να σχεδιάζει γυναικεία πορτραίτα. Φοβάται τη γρίπη και σιχαίνεται όποιον φτερνίζεται χωρίς να βάλει το χέρι μπροστά.
(email: nadia.xm@gmail.com, tel:697.38.22.857, www.behance.net/nadia)
Κριτική Ταινιών Πρώτης Προβολής...8
ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ
UP IN THE AIR
Σκηνοθεσία: Τζέισον Ράιτμαν
Παίζουν: Τζορτζ Κλούνεϊ, Άνα Κέντρικ, Βέρα Φαρμίγκα, Τζέισον Μπέιτμαν
Διάρκεια: 110’
Η τελευταία ταινία του Καναδού Τζέισον Ράιτμαν έχει στο κέντρο της ιστορίας της τον Ράιαν, ένα στέλεχος εταιρείας η δουλειά του οποίου είναι να ταξιδεύει συνεχώς και να ανακοινώνει απολύσεις σε επιχειρήσεις, οι υπεύθυνοι των οποίων αδυνατούν να το κάνουν. Με μια βαλίτσα γαντζωμένη στο χέρι, μιλά σε απολυόμενους με μια ψεύτικη (?) επαγγελματική συμπόνια. Κάτι σαν εξολοθρευτής άγγελος… Το «Up in the air» λοιπόν, είναι ένα φιλμ που μιλά on time για την παγκόσμια οικονομική κρίση και κάνει μια γενναία τομή στο θέμα των απολύσεων απαλλαγμένη από συναισθηματικό μελοδραματισμό. Άλλοτε χαριτωμένα κι άλλοτε με τη ψυχρή λογική των επιχειρήσεων υπερθεματίζει για τις επιπτώσεις μιας απόλυσης. Καθρεφτίζει με «ανυπόφορη» πιστότητα στις γυαλιστερές επιφάνειες των αεροπλάνων, την ουτοπική πραγματικότητα του αμερικανικού ονείρου. Μπορεί να ειδωθεί ακόμα και ως ένα συναισθηματικό μανιφέστο, ένα ψυχολογικό δράμα περί υπαρξιακού αδιεξόδου λόγω του ότι ο ήρωας (η περσόνα του Κλούνεϊ απογειώνει εκφραστικά τον πρωταγωνιστή χαρίζοντάς του συγχρόνως συμπόνια και απέχθεια) φοβάται να δεσμευτεί συναισθηματικά. Τη μόνη δε φορά που ερωτεύεται, βιώνει τη ματαίωση και πληγώνεται σε μια δακρύβρεχτη σκηνή «σχεδόν» κλάματος.
Ο δημιουργός, με τη βοήθεια σπινθηροβόλων διαλόγων και αποφεύγοντας με σεναριακές ντρίμπλες (σενάριο βασισμένο στο ομότιτλο βιβλίο του Walter Kim) τις όποιες παγίδες των κλισέ (μοναδική ένσταση οι σχοινοτενείς συνεντεύξεις εργασιακής μετάβασης), χρησιμοποιεί όλες τις παραπάνω θεματικές για να φτάσει στο μεδούλι του υποδειγματικού στόρυ του: στον απατηλό κόσμο των ανθρώπινων σχέσεων.Μέσω του μοναχικού, χαμένου στο υπερπέραν, αντιήρωα που βρίσκεται συνειδητά αποκομμένος από την αυθεντική ζωή, τοποθετείται με όρους ψυχογραφήματος απέναντι σ’ ένα από τα σημαντικότερα σύγχρονα προβλήματα. Σε μια εποχή όπου όλα είναι προσβάσιμα μέσω διαδικτύου κι όπου η τηλεδιάσκεψη αποτελεί βασική μέθοδο επικοινωνίας είναι ανέφικτο να δομηθούν ουσιαστικές σχέσεις.Στο τέλος ο ίδιος ο πρωταγωνιστής θα πέσει στην παγίδα της κοσμοθεωρίας του, όμως παρά το γερό ταρακούνημα, δεν παρεκτρέπεται ούτε ίντσα από την πορεία του...
Αξιολόγηση: ****
(Π.Α.)
UP IN THE AIR
Σκηνοθεσία: Τζέισον Ράιτμαν
Παίζουν: Τζορτζ Κλούνεϊ, Άνα Κέντρικ, Βέρα Φαρμίγκα, Τζέισον Μπέιτμαν
Διάρκεια: 110’
Η τελευταία ταινία του Καναδού Τζέισον Ράιτμαν έχει στο κέντρο της ιστορίας της τον Ράιαν, ένα στέλεχος εταιρείας η δουλειά του οποίου είναι να ταξιδεύει συνεχώς και να ανακοινώνει απολύσεις σε επιχειρήσεις, οι υπεύθυνοι των οποίων αδυνατούν να το κάνουν. Με μια βαλίτσα γαντζωμένη στο χέρι, μιλά σε απολυόμενους με μια ψεύτικη (?) επαγγελματική συμπόνια. Κάτι σαν εξολοθρευτής άγγελος… Το «Up in the air» λοιπόν, είναι ένα φιλμ που μιλά on time για την παγκόσμια οικονομική κρίση και κάνει μια γενναία τομή στο θέμα των απολύσεων απαλλαγμένη από συναισθηματικό μελοδραματισμό. Άλλοτε χαριτωμένα κι άλλοτε με τη ψυχρή λογική των επιχειρήσεων υπερθεματίζει για τις επιπτώσεις μιας απόλυσης. Καθρεφτίζει με «ανυπόφορη» πιστότητα στις γυαλιστερές επιφάνειες των αεροπλάνων, την ουτοπική πραγματικότητα του αμερικανικού ονείρου. Μπορεί να ειδωθεί ακόμα και ως ένα συναισθηματικό μανιφέστο, ένα ψυχολογικό δράμα περί υπαρξιακού αδιεξόδου λόγω του ότι ο ήρωας (η περσόνα του Κλούνεϊ απογειώνει εκφραστικά τον πρωταγωνιστή χαρίζοντάς του συγχρόνως συμπόνια και απέχθεια) φοβάται να δεσμευτεί συναισθηματικά. Τη μόνη δε φορά που ερωτεύεται, βιώνει τη ματαίωση και πληγώνεται σε μια δακρύβρεχτη σκηνή «σχεδόν» κλάματος.
Ο δημιουργός, με τη βοήθεια σπινθηροβόλων διαλόγων και αποφεύγοντας με σεναριακές ντρίμπλες (σενάριο βασισμένο στο ομότιτλο βιβλίο του Walter Kim) τις όποιες παγίδες των κλισέ (μοναδική ένσταση οι σχοινοτενείς συνεντεύξεις εργασιακής μετάβασης), χρησιμοποιεί όλες τις παραπάνω θεματικές για να φτάσει στο μεδούλι του υποδειγματικού στόρυ του: στον απατηλό κόσμο των ανθρώπινων σχέσεων.Μέσω του μοναχικού, χαμένου στο υπερπέραν, αντιήρωα που βρίσκεται συνειδητά αποκομμένος από την αυθεντική ζωή, τοποθετείται με όρους ψυχογραφήματος απέναντι σ’ ένα από τα σημαντικότερα σύγχρονα προβλήματα. Σε μια εποχή όπου όλα είναι προσβάσιμα μέσω διαδικτύου κι όπου η τηλεδιάσκεψη αποτελεί βασική μέθοδο επικοινωνίας είναι ανέφικτο να δομηθούν ουσιαστικές σχέσεις.Στο τέλος ο ίδιος ο πρωταγωνιστής θα πέσει στην παγίδα της κοσμοθεωρίας του, όμως παρά το γερό ταρακούνημα, δεν παρεκτρέπεται ούτε ίντσα από την πορεία του...
Αξιολόγηση: ****
(Π.Α.)
Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2010
Κριτική Ταινιών Πρώτης Προβολής...7
ΣΕΡΛΟΚ ΧΟΛΜΣ
SHERLOCK HOLMES
Σκηνοθεσία: Γκάι Ρίτσι
Παίζουν: Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ, Τζουντ Λο, Ρέιτσελ ΜακΆνταμς, Μαρκ Στρονγκhttp, Κέλι Ράιλι
Διάρκεια: 129’
Ο Γκάι Ρίτσι («Snatch»,«Δύο Καπνισμένες Κάνες») μεταφέρει στο σελιλόιντ τους διάσημους χαρακτήρες του Άρθουρ Κόναν Ντόιλ, φιλμάροντας ένα ψηφιακό υπερθέαμα αρίστης ποιότητας-τελευταίας τεχνολογίας, αφήνοντας στην άκρη (συνειδητά) το φλεγματικό χιούμορ των βιβλίων. Μεταμορφώνει το διάσημο ντετέκτιβ της βικτωριανής περιόδου σε έναν κινηματογραφικό action hero του σήμερα με light χαρακτηριστικά και μοντέρνα αντίληψη, απέχοντας παρασάγγας από το παλαιότερο παιχνιδιάρικο αντίστοιχο φιλμ του Μ. Γουάιλντερ. Ο σκηνοθέτης αφηγείται την προσπάθεια του Χολμς και του έμπιστου του συνεργάτη Γουότσον να ξεσκεπάσουν μια φονική πλεκτάνη που απειλεί να καταστρέψει την Αγγλία. Ένα ιδιότυπο buddy movie, φιλοσοφίας «Τζέιμς Μποντ», που έρχεται σε πλήρη αντιδιαστολή με το σκοτεινό κλίμα του ήρωα, γεγονός που του προσδίδει δικαίως την ταμπέλα του μπλοκμπάστερ. Με τις αρετές του γρήγορου ρυθμού να εκτινάσσουν στιγμές τη δράση, με ευκολίες σεναριακές χολυγουντιανού τύπου να αποτελούν το εμπορικό δόλωμα για τους ανυποψίαστους θεατές, με έναν κόμικ χαρακτήρα και μια υπόσχεση για σίκουελ.
Ο δημιουργός φιλοτεχνεί ένα Σέρλοκ Χόλμ δραστήριο, αθλητικό, μποξέρ, άριστο γνώστη των πολεμικών τεχνών. Ο φιλότιμος αλλά εδώ άναρχος και χωρίς σκηνοθετική πυξίδα Ρόμπερτ Ντάουνι Τζιούνορ υποδύεται ένα κωμικό Χόλμς σε ένα αυθεντικά διασκεδαστικό κοκτέιλ παλιομοδίτικου μύθου με φρέσκα gadgets. Βάζει στον πάγο τον αντισυμβατικό τρόπο σκέψης και κινηματογράφησης του παρελθόντος και εγκιβωτίζει την σκοτεινή ατμόσφαιρα του φιλμ σε καλούπια ξεδιάντροπα εμπορικά. Παρωδεί το Χολμς με μπόλικη δόση ειρωνείας απογυμνώνοντας συγχρόνως το φιλμ από κάθε διάθεση ψυχογράφησης των κινήτρων δράσης του φημισμένου ντετέκτιβ και επιπλέον «ξεχνά»Παντελώς το κοινωνικό περιβάλλον. Τι μένει? Η εκπληκτικής ακρίβειας φωτογραφία του Γάλλου Φιλίπ Ρουσλό –γκριζαρισμένοι κορεσμένοι φωτισμοί με υγρές ζελατίνες κάδρων υψηλής αισθητικής αξίας- να στήνουν ένα πειστικό σκηνικό εποχής και η σκηνοθετική βιρτουοζιτέ του Ρίτσι, σήμα κατατεθέν του, στις σκηνές δράσης με την τεχνική του slow motion που επαναλαμβάνεται δυστυχώς με μανιέρα σε όλο το φιλμ.
Αξιολόγηση: ***
(Π.Α.)
SHERLOCK HOLMES
Σκηνοθεσία: Γκάι Ρίτσι
Παίζουν: Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ, Τζουντ Λο, Ρέιτσελ ΜακΆνταμς, Μαρκ Στρονγκhttp, Κέλι Ράιλι
Διάρκεια: 129’
Ο Γκάι Ρίτσι («Snatch»,«Δύο Καπνισμένες Κάνες») μεταφέρει στο σελιλόιντ τους διάσημους χαρακτήρες του Άρθουρ Κόναν Ντόιλ, φιλμάροντας ένα ψηφιακό υπερθέαμα αρίστης ποιότητας-τελευταίας τεχνολογίας, αφήνοντας στην άκρη (συνειδητά) το φλεγματικό χιούμορ των βιβλίων. Μεταμορφώνει το διάσημο ντετέκτιβ της βικτωριανής περιόδου σε έναν κινηματογραφικό action hero του σήμερα με light χαρακτηριστικά και μοντέρνα αντίληψη, απέχοντας παρασάγγας από το παλαιότερο παιχνιδιάρικο αντίστοιχο φιλμ του Μ. Γουάιλντερ. Ο σκηνοθέτης αφηγείται την προσπάθεια του Χολμς και του έμπιστου του συνεργάτη Γουότσον να ξεσκεπάσουν μια φονική πλεκτάνη που απειλεί να καταστρέψει την Αγγλία. Ένα ιδιότυπο buddy movie, φιλοσοφίας «Τζέιμς Μποντ», που έρχεται σε πλήρη αντιδιαστολή με το σκοτεινό κλίμα του ήρωα, γεγονός που του προσδίδει δικαίως την ταμπέλα του μπλοκμπάστερ. Με τις αρετές του γρήγορου ρυθμού να εκτινάσσουν στιγμές τη δράση, με ευκολίες σεναριακές χολυγουντιανού τύπου να αποτελούν το εμπορικό δόλωμα για τους ανυποψίαστους θεατές, με έναν κόμικ χαρακτήρα και μια υπόσχεση για σίκουελ.
Ο δημιουργός φιλοτεχνεί ένα Σέρλοκ Χόλμ δραστήριο, αθλητικό, μποξέρ, άριστο γνώστη των πολεμικών τεχνών. Ο φιλότιμος αλλά εδώ άναρχος και χωρίς σκηνοθετική πυξίδα Ρόμπερτ Ντάουνι Τζιούνορ υποδύεται ένα κωμικό Χόλμς σε ένα αυθεντικά διασκεδαστικό κοκτέιλ παλιομοδίτικου μύθου με φρέσκα gadgets. Βάζει στον πάγο τον αντισυμβατικό τρόπο σκέψης και κινηματογράφησης του παρελθόντος και εγκιβωτίζει την σκοτεινή ατμόσφαιρα του φιλμ σε καλούπια ξεδιάντροπα εμπορικά. Παρωδεί το Χολμς με μπόλικη δόση ειρωνείας απογυμνώνοντας συγχρόνως το φιλμ από κάθε διάθεση ψυχογράφησης των κινήτρων δράσης του φημισμένου ντετέκτιβ και επιπλέον «ξεχνά»Παντελώς το κοινωνικό περιβάλλον. Τι μένει? Η εκπληκτικής ακρίβειας φωτογραφία του Γάλλου Φιλίπ Ρουσλό –γκριζαρισμένοι κορεσμένοι φωτισμοί με υγρές ζελατίνες κάδρων υψηλής αισθητικής αξίας- να στήνουν ένα πειστικό σκηνικό εποχής και η σκηνοθετική βιρτουοζιτέ του Ρίτσι, σήμα κατατεθέν του, στις σκηνές δράσης με την τεχνική του slow motion που επαναλαμβάνεται δυστυχώς με μανιέρα σε όλο το φιλμ.
Αξιολόγηση: ***
(Π.Α.)
Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2010
Κριτική Ταινιών Πρώτης Προβολής...6
ΕΝΝΕΑ
(NINE)
Σκηνοθεσία: Ρομπ Μάρσαλ
Παίζουν: Ντάνιελ Ντέι Λιούις, Νικόλ Κίντμαν, Πενέλοπε Κρουζ, Μαριόν Κοτιγιάρ, Κέιτ Χάντσον, Σοφία Λόρεν, Τζούντι Ντεντς
Διάρκεια: 119’
Εννέα νούμερα που αναλογούν στις εννέα γυναίκες του διάσημου σκηνοθέτη Γκουίντο Κοντίνι, που προσπαθεί να βρει την αρμονία ανάμεσα στην επαγγελματική και την προσωπική του ζωή, ενώ βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα τσούρμο θηλυκών: σύζυγο, ερωμένη, μούσα κτλ. Όπως και στο «Σικάγο», ο Μάρσαλ καταφεύγει στη λύση των φαντασιακών προβολών του πρωταγωνιστή του, που έχει στριμωχτεί από καλλιτεχνική πενία και διακατέχεται από διάθεση για ενδοσκόπηση. Δίνοντας γη και ύδωρ στο θέαμα, το Nine είναι μια συρραφή πολλών σκηνών, γι' αυτό και γίνεται απολαυστική, ρηχή, θεαματική και συγκινητική ανάλογα με τη στιγμή και τον ηθοποιό που καλείται να κάνει το νούμερό του. Μετατρέποντας την κατακερματισμένη αφήγηση σε προτέρημα ο δημιουργός καταφέρνει να μπολιάζει ετούτο το φανταχτερά αισθησιακό με sex appeal μιούζικαλ με μεσογειακή χροιά και ενέργεια κυρίως χάρη στον εξαιρετικό Ντάνιελ Ντέι Λιούις, και στο all star γυναικείο κάστ (με προεξέχουσα την Κέιτ Χάντσον και την παθιασμένη Πενέλοπε Κρουζ σε μια κατάστικτη από ερωτισμό ερμηνεία στο «Let’s make love» της Μέριλιν Μονρόε…).
Κάνοντας τιτάνια προσπάθεια να ισορροπήσει στη λεπτή γραμμή που ενώνει νοητά το αμερικάνικο μιούζικαλ και το εμβληματικό “Οκτώμιση” του μαέστρου Φεντερίκο Φελίνι, το αυθεντικά ψυχαγωγικό αυτό φιλμ, δοκιμάζει να χωρέσει μια πλειάδα χαρακτήρων σε ένα οπτικά γοητευτικό υπερθέαμα με μουσική, χορό, τραγούδια. Δράμα και κομεντί μαζί. Δύσκολο. Οπτικά μπορεί όλες οι αναφορές να λειτουργούν, διαισθητικά όμως υστερούν. Ο βασιζόμενος στο φελινικό σύμπαν σκηνοθέτης, εικονογραφεί συνοπτικά την επιφάνεια. Δεν τολμά να εισχωρήσει στο βάθος της πολυσχιδούς προσωπικότητας των ηρώων του και χωρίς κλιμάκωση που θα βοηθούσε στη δημιουργία έντασης και σασπένς, δεν μπορείς να έχεις τεράστιες απαιτήσεις. Σαν ένα ατελείωτο μουσικοχορευτικό βίντεο κλιπ με μέτρια μουσικοχορευτικά στην πλειονότητα τους και εύκολες συνεπαγωγές μοιάζει το “Nine”. Ο Φελίνι πόνταρε στη φαντασία και στο υποσυνείδητο του ονείρου. Ο Μάρσαλ δείχνει να έλκεται από τη χρυσόσκονη της γκλαμουράτης παραγωγής-πασαρέλας και φαντασιώνεται τα Όσκαρ…
Αξιολόγηση: ***
(Π.Α.)
(NINE)
Σκηνοθεσία: Ρομπ Μάρσαλ
Παίζουν: Ντάνιελ Ντέι Λιούις, Νικόλ Κίντμαν, Πενέλοπε Κρουζ, Μαριόν Κοτιγιάρ, Κέιτ Χάντσον, Σοφία Λόρεν, Τζούντι Ντεντς
Διάρκεια: 119’
Εννέα νούμερα που αναλογούν στις εννέα γυναίκες του διάσημου σκηνοθέτη Γκουίντο Κοντίνι, που προσπαθεί να βρει την αρμονία ανάμεσα στην επαγγελματική και την προσωπική του ζωή, ενώ βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα τσούρμο θηλυκών: σύζυγο, ερωμένη, μούσα κτλ. Όπως και στο «Σικάγο», ο Μάρσαλ καταφεύγει στη λύση των φαντασιακών προβολών του πρωταγωνιστή του, που έχει στριμωχτεί από καλλιτεχνική πενία και διακατέχεται από διάθεση για ενδοσκόπηση. Δίνοντας γη και ύδωρ στο θέαμα, το Nine είναι μια συρραφή πολλών σκηνών, γι' αυτό και γίνεται απολαυστική, ρηχή, θεαματική και συγκινητική ανάλογα με τη στιγμή και τον ηθοποιό που καλείται να κάνει το νούμερό του. Μετατρέποντας την κατακερματισμένη αφήγηση σε προτέρημα ο δημιουργός καταφέρνει να μπολιάζει ετούτο το φανταχτερά αισθησιακό με sex appeal μιούζικαλ με μεσογειακή χροιά και ενέργεια κυρίως χάρη στον εξαιρετικό Ντάνιελ Ντέι Λιούις, και στο all star γυναικείο κάστ (με προεξέχουσα την Κέιτ Χάντσον και την παθιασμένη Πενέλοπε Κρουζ σε μια κατάστικτη από ερωτισμό ερμηνεία στο «Let’s make love» της Μέριλιν Μονρόε…).
Κάνοντας τιτάνια προσπάθεια να ισορροπήσει στη λεπτή γραμμή που ενώνει νοητά το αμερικάνικο μιούζικαλ και το εμβληματικό “Οκτώμιση” του μαέστρου Φεντερίκο Φελίνι, το αυθεντικά ψυχαγωγικό αυτό φιλμ, δοκιμάζει να χωρέσει μια πλειάδα χαρακτήρων σε ένα οπτικά γοητευτικό υπερθέαμα με μουσική, χορό, τραγούδια. Δράμα και κομεντί μαζί. Δύσκολο. Οπτικά μπορεί όλες οι αναφορές να λειτουργούν, διαισθητικά όμως υστερούν. Ο βασιζόμενος στο φελινικό σύμπαν σκηνοθέτης, εικονογραφεί συνοπτικά την επιφάνεια. Δεν τολμά να εισχωρήσει στο βάθος της πολυσχιδούς προσωπικότητας των ηρώων του και χωρίς κλιμάκωση που θα βοηθούσε στη δημιουργία έντασης και σασπένς, δεν μπορείς να έχεις τεράστιες απαιτήσεις. Σαν ένα ατελείωτο μουσικοχορευτικό βίντεο κλιπ με μέτρια μουσικοχορευτικά στην πλειονότητα τους και εύκολες συνεπαγωγές μοιάζει το “Nine”. Ο Φελίνι πόνταρε στη φαντασία και στο υποσυνείδητο του ονείρου. Ο Μάρσαλ δείχνει να έλκεται από τη χρυσόσκονη της γκλαμουράτης παραγωγής-πασαρέλας και φαντασιώνεται τα Όσκαρ…
Αξιολόγηση: ***
(Π.Α.)
Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2010
“Stop Motion”, μια cinematic εκπομπή στον Diva Fm 91.6 στην Κοζάνη - Λόγια και μουσική επιμέλεια : Πέτρος Αλμπάνης
(AIRPLAY LIST, Κυριακή 27-12-2009, 22.00-01.00)
1. “In The Room Where You Sleep” DEAD MAN’S BONES
2. “Young Adult Friction” THE PAINS OF BEING PURE AT HEART
3. “A Teenager In Love” THE PAINS OF BEING PURE AT HEART
4. “A Broken Flamenco” MATT ELLIOTT
5. “The Reeling” PASSION PIT
6. “Ghosts” FANFARLO
7. “Luna” FANFARLO
8. “Spiracle” SOAP & SKIN
9. “Your Heart Is As Black As Night” MELODY GARDOT
10. “Une Vie De Papa” SEBASTIAN TELLIER
11. “Me and Mary” ASOBI SEKSU
12. “Raise Me Up” HERCULES & LOVE AFFAIR
13. “No more sweet music” HOOVERPHONIC
14. “Canzone Arrabbiata” MARIANGELA MELATO
15. “Hurry On Now” ALICE RUSSELL
16. “The Disko Song” AU REVOIR SIMONE
17. “Crystalline Green” GOLDFRAPP
18. “Veridis Quo” DAFT PUNK
19. “Milkshake” HOLY FUCK
20. “All we have is now” FLAMING LIPS “Yoshimi battles the pink robots”
21. “Bits And Pieces” JUNIOR BOYS
22. “Some Of Us” STARSAILOR
23. “Actor Out Of Work” ST.VINCENT
24. “The Lisbon Maru” FUCK BUTTONS
25. “Heart Skipped A Beat” ΤΗΕ ΧΧ
26. “I Wanna Kill” THE CROCODILES
27. “Heart It Races” ARCHITECTURE IN HELSINKI
28. “Girl One Day” SUNSET BLVD feat. KASS
29. “In Curable” PIANO MAGIC
30. “Keep The Car Running” ARCADE FIRE
(Π.Α.)
1. “In The Room Where You Sleep” DEAD MAN’S BONES
2. “Young Adult Friction” THE PAINS OF BEING PURE AT HEART
3. “A Teenager In Love” THE PAINS OF BEING PURE AT HEART
4. “A Broken Flamenco” MATT ELLIOTT
5. “The Reeling” PASSION PIT
6. “Ghosts” FANFARLO
7. “Luna” FANFARLO
8. “Spiracle” SOAP & SKIN
9. “Your Heart Is As Black As Night” MELODY GARDOT
10. “Une Vie De Papa” SEBASTIAN TELLIER
11. “Me and Mary” ASOBI SEKSU
12. “Raise Me Up” HERCULES & LOVE AFFAIR
13. “No more sweet music” HOOVERPHONIC
14. “Canzone Arrabbiata” MARIANGELA MELATO
15. “Hurry On Now” ALICE RUSSELL
16. “The Disko Song” AU REVOIR SIMONE
17. “Crystalline Green” GOLDFRAPP
18. “Veridis Quo” DAFT PUNK
19. “Milkshake” HOLY FUCK
20. “All we have is now” FLAMING LIPS “Yoshimi battles the pink robots”
21. “Bits And Pieces” JUNIOR BOYS
22. “Some Of Us” STARSAILOR
23. “Actor Out Of Work” ST.VINCENT
24. “The Lisbon Maru” FUCK BUTTONS
25. “Heart Skipped A Beat” ΤΗΕ ΧΧ
26. “I Wanna Kill” THE CROCODILES
27. “Heart It Races” ARCHITECTURE IN HELSINKI
28. “Girl One Day” SUNSET BLVD feat. KASS
29. “In Curable” PIANO MAGIC
30. “Keep The Car Running” ARCADE FIRE
(Π.Α.)
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)